Η ανθρώπινη μοίρα
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 35 ξεπερνούσε απίστευτα ερχόταν από τις μεγάλες κομματια- σμένες πτέρυγες του Τσα-πέι και του Που-τουγκ, που ξεχεί- λιζαν από εργοστάσια κι εξαθλίωση, και κόντευαν να διαλύ- σουν τα τεράστια γάγγλια του κέντρου · ένα αθέατο πλήθος έδινε ζωή σε τούτη τη νύχτα της δευτέρας παρουσίας. «Αύριο;» είπε ο Κίο. Ο Κάτοφ δίστασε, σταμάτησε να κουνάει τα μεγάλα του χέρια. Όχι, η ερώτηση δεν απευθυνόταν σε κείνον. Δεν απευ- θυνόταν σε κανέναν. Περπατούσαν σιωπηλά. Λίγο λίγο, η βροχή γινόταν ψιχά- λα · το κροτάλισμά της πάνω στις στέγες κόπασε, και ο θεο- σκότεινος δρόμος γέμισε μόνο απ’ τον ακανόνιστο ήχο των ρυακιών. Οι μύες στα πρόσωπά τους χαλάρωσαν · ανακαλύ- πτοντας τότε τον δρόμο όπως προσφερόταν στο βλέμμα –μα- κρύς, θεοσκότεινος, αδιάφορος–, ο Κίο είχε την εντύπωση πως τον ξανάβρισκε όπως ξαναβρίσκουμε ένα παρελθόν. «Πού λες να πήγε ο Τσεν;» ρώτησε. «Είπε πως θα πήγαινε στου πατέρα μου κατά τις τέσσερις. Μήπως για να κοιμηθεί;» Ένας δύσπιστος θαυμασμός ελλόχευε μες στην ερώτησή του. «Πού να ξέρω… Αυτός δεν μπεκρουλιάζει…» Έφτασαν σ’ ένα μαγαζί: Σία, Λάμπες . Όπως παντού, κι εδώ τα ρολά κατεβασμένα. Τους άνοιξαν. Ένας απαίσιος κοντός Κινέζος στάθηκε μπροστά τους, μες στο αμυδρό φως που ερχόταν απ’ το πίσω μέρος: με την άλω που περιέβαλλε το κεφάλι του, η παραμικρή του κίνηση προκαλούσε μια λιγδωμένη αντανάκλαση πάνω στη σπυριάρικη χοντρή μύτη. Τα γυαλιά από εκατοντάδες κρεμασμένες λάμπες θυέλλης αντανακλούσαν τις φλόγες από δυο αναμμένα φανάρια στον
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=