Η ανθρώπινη μοίρα

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 27 μένη μύτη– που ακόμα κι αυτό το φως δεν μπορούσε να την κάνει δραματική · όμως, τούτος δω ήξερε τι σήμαινε θάνατος. Σηκώθηκε · πήγε να κοιτάξει τον γρύλο που είχε αποκοιμηθεί στο τοσοδά κλουβάκι του · ίσως ο Τσεν είχε λόγους που σώ- παινε. Παρατηρούσε την κίνηση του φωτός, που τον βοηθού- σε να μη σκέφτεται · η τρεμουλιαστή φωνούλα του γρύλου, που ξύπνησε απ’ τον ερχομό του, γινόταν ένα με τις τελευταίες δονήσεις της σκιάς πάνω στα πρόσωπα. Και πάντα κείνη η εμμονική σκληράδα της σάρκας · τα λόγια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα πέρα απ’ το να διαταράξουν την εξοικείω- ση με τον θάνατο, που είχε σφηνωθεί στην καρδιά του. «Τι ώρα έφυγες απ’ το ξενοδοχείο;» ρώτησε ο Κίο. «Πριν κάνα εικοσάλεπτο». Ο Κίο κοίταξε το ρολόι του: μία παρά δέκα. «Καλά. Ας τελειώνουμε δω πέρα και να του δίνουμε». «Θέλω να δω τον πατέρα σου, Κίο». «Δεν το ξέρεις πως ΕΙΝΑΙ γι’ αύριο;» «Τόσο το καλύτερο». Όλοι ήξεραν τι ΗΤΑΝ γι’ αύριο: η άφιξη των επαναστατικών στρατευμάτων στους τελευταίους σιδηροδρομικούς σταθμούς, που θα καθόριζε την εξέγερση. «Τόσο το καλύτερο» επανέλαβε ο Τσεν. Όπως όλα τα έντο- να αισθήματα, έτσι και κείνο του κινδύνου, όταν υποχωρού- σε, τον άφηνε άδειο · λαχταρούσε να το ξαναβρεί. «Όπως και να ’χει, θέλω να τον δω». «Τράβα, δεν κοιμάται ποτέ προτού χαράξει». «Κατά τις τέσσερις». Από ένστικτο, όταν ήθελε να εξωτερικεύσει τα βαθύτερα αισθήματά του, ο Τσεν απευθυνόταν στον γερο-Γκίζορς. Τού-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=