Η ανθρώπινη μοίρα

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 25 Τελικά, έφτασε σ’ ένα ελεεινό μαγαζί: Λου Γιου-σουέν και Χέμελριχ, Φωνόγραφοι . Έπρεπε να γυρίσει ανάμεσα στους ανθρώπους… Περίμενε λίγα λεπτά χωρίς να φανερωθεί, ύστερα χτύπησε ένα ξώφυλλο. Η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέ- σως: ένα μαγαζί γεμάτο δίσκους βαλμένους τακτικά, που θύμιζε ακαθόριστα δημοτική βιβλιοθήκη · ο πίσω χώρος, με- γάλος, άδειος, τέσσερις σύντροφοι βρίσκονταν εκεί, με που- κάμισο χωρίς σακάκι. Η πόρτα, καθώς έκλεινε πίσω του, έκανε τη λάμπα να ταλαντευτεί: τα πρόσωπα χάθηκαν και ξαναφάνηκαν: αρι- στερά, παχουλός παχουλός, ο Λου Γιου-σουέν · ο Χέμελριχ, με ξυρισμένο κεφάλι πυγμάχου, πλακουτσή μύτη και βα- θουλωτούς ώμους. Πίσω στη σκιά, ο Κάτοφ. Δεξιά, ο Κίο Γκίζορς · περνώντας πάνω απ’ το κεφάλι του, η λάμπα τόνι- ζε έντονα τις γερτές γωνίες του στόματος που έμοιαζε βγαλ- μένο από γιαπωνέζικη χαλκογραφία · καθώς απομακρύν- θηκε, μετακίνησε τις σκιές και τούτο το μιγάδικο πρόσωπο έδειχνε σχεδόν ευρωπαϊκό. Οι ταλαντώσεις της λάμπας γίνονταν όλο και πιο αργές: τα δυο πρόσωπα του Κίο ξανα- φάνηκαν διαδοχικά, ολοένα και λιγότερο διαφορετικά το ένα από τ’ άλλο. Οι πάντες κοιτούσαν τον Τσεν με μια βλακώδη ένταση, δίχως να βγάζουν άχνα · εκείνος κοίταζε τα πλακάκια, που ήταν γεμάτα ηλιόσπορους. Θα μπορούσε να ενημερώσει αυτούς τους ανθρώπους, μα δεν θα κατάφερνε ποτέ να τους εξηγήσει πώς ένιωσε. Η αντίσταση του σώματος στο μαχαίρι τον στοίχειωνε, πολύ μεγαλύτερη από του χεριού: Ποτέ δεν θα φανταζόμουν πως θα ’ταν τόσο σκληρό… «Εντάξει» είπε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=