Η ανθρώπινη μοίρα
24 | ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ αυτόν όσο η αγωνία έφθινε, όσο ξανάβρισκε τους ανθρώ- πους… Στο τέρμα του δρόμου, είδε τα τζιπ με τα μυδραλιο- βόλα, σχεδόν το ίδιο γκρίζα με τους νερόλακκους, τον αστρα- φτερό φράχτη από ξιφολόγχες που τις κρατούσαν σιωπηλές σκιές: το φυλάκιο, το τέλος της γαλλικής ζώνης. Το ταξί δεν πήγαινε πιο πέρα. Ο Τσεν έδειξε την πλαστή άδεια εισόδου ως ηλεκτρολόγου που δούλευε τάχατες στη ζώνη. Ο σκοπός κοίταξε αδιάφορα το χαρτί ( Αυτό που έκανα δεν είναι κάτι που φαίνεται τελικά ) και τον άφησε να περάσει. Μπροστά του, κάθετα, η λεωφόρος των Δύο Δημοκρατιών, το σύνορο της κινέζικης συνοικίας. Εγκατάλειψη και σιωπή. Φορτωμένα με όλους τους θορύ- βους της μεγαλύτερης πόλης της Κίνας, βουερά ηχητικά κύ- ματα χάνονταν εκεί, όπως στο βάθος ενός πηγαδιού, ήχοι φερμένοι από τα έγκατα της γης: όλοι τους ήχοι πολέμου, και τα τελευταία νευρικά τινάγματα ενός πλήθους που δεν θέλει να κοιμηθεί. Όμως οι άνθρωποι ζούσαν αλλού, μακριά · εδώ, δεν είχε απομείνει τίποτε απ’ τον κόσμο πέρα από μια νύχτα για την οποία ο Τσεν ένιωσε, ενστικτωδώς, κάτι σαν απρόσμε- νη φιλία: αυτός ο νυχτερινός, ανήσυχος κόσμος δεν ήταν αντίθετος στο έγκλημα. Ένας κόσμος απ’ όπου οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί, ένας κόσμος αιώνιος · άραγε θα ξαναρχό- ταν ποτέ η μέρα σε τούτα τα μουχλιασμένα κεραμίδια, σε όλα τούτα τα σοκάκια, που στο βάθος τους ένα φανάρι φώτιζε έναν τοίχο δίχως παράθυρα, μια φωλιά από τηλεγραφικά σύρμα- τα; Εδώ υπήρχε ένας κόσμος του εγκλήματος, και ο Τσεν ένιωθε να τον τυλίγει ένα είδος ζεστασιάς. Καμιά ζωή, καμιά παρουσία, κανένας κοντινός θόρυβος, μήτε καν οι φωνές των μικρεμπόρων, μήτε καν τ’ αδέσποτα σκυλιά.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=