Η ανθρώπινη μοίρα

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 23 ζωντανός. Ψέλλισε κατιτίς αντί ν’ απαντήσει · ο άλλος τον χτυπούσε, με ύφος συνένοχο, στον ώμο. Πιστεύει πως είμαι κι εγώ μεθυσμένος… Όμως ο συνομιλητής του ετοιμάστηκε να ξανανοίξει το στόμα του. «Δεν μιλάω ξένες γλώσσες» είπε ο Τσεν στα μανδαρίνικα. Ο άλλος σώπασε, κοίταξε απορη- μένος τούτο τον χωρίς κολάρο νεαρό, που όμως φορούσε ένα σαντάιγ από μαλλί καλής ποιότητας. Ο Τσεν έστεκε μπροστά στον εσωτερικό καθρέφτη της καμπίνας. Ο φόνος δεν είχε αφήσει κανένα ίχνος στο πρόσωπό του… Τα χαρα- κτηριστικά του, πιο πολύ μογγόλικα παρά κινέζικα: πεταχτά ζυγωματικά, μύτη πολύ πλακουτσή αλλά με μια ανεπαίσθη- τη άκανθα, σαν ράμφος – δεν είχαν αλλοιωθεί, μονάχα κού- ραση πρόδιδαν · ακόμα και στους στιβαρούς του ώμους, στα χοντρά, καλοσυνάτα του χείλη, τίποτα το ασυνήθιστο δεν φαινόταν να βαραίνει · μόνο το μπράτσο του κολλούσε άμα το δίπλωνε, κι έκαιγε… Η καμπίνα σταμάτησε. Βγήκε μαζί με τους άλλους. Μία το πρωί Α γόρασε ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό και κάλεσε ταξί: ένα κλειστό αμάξι, μέσα στο οποίο ξέπλυνε το μπράτσο του και το τύλιξε με το μαντίλι του. Οι έρημες σιδηροτροχιές και οι νερόλακκοι από τις απογεματινές μπόρες γυάλιζαν άτονα. Ο φωτεινός ουρανός καθρεφτιζόταν πάνω τους. Δίχως να ξέρει γιατί, ο Τσεν τον κοίταξε: πόσο πιο κοντά του ήταν πριν από λίγο, όταν είχε ανακαλύψει τ’ αστέρια! Απομακρυνόταν απ’

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=