Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων

Η Αλίκη είχε αρχίσει να βαριέται έτσι που καθόταν πάνω στο χορτάρι χωρίς να κάνει τίποτα. Πλάι της, η αδερφή της διάβαζε ένα ανόητο βιβλίο χωρίς εικόνες και χωρίς διαλόγους. «Τι περίεργη ιδέα!» σκεφτόταν η Αλίκη. «Μπορεί στ’ αλήθεια να διασκεδάζει κανείς διαβάζοντας ένα βιβλίο που δεν έχει ούτε εικόνες ούτε διαλό- γους;» Αναρωτιόταν –αλλά σκεφτόταν πάρα πολύ αργά, πάρα πολύ νωχελικά, έκανε τόση ζέστη!– αν η χαρά που θα ένιωθε φτιάχνοντας μια γιρλάντα από μαργαρίτες θα της έδινε το κουράγιο να σηκωθεί και να τις μαζέψει, εκείνες τις μαργαρίτες, όταν ξαφνικά ένας ωραίος Λευκός Κούνελος με ροζ μάτια πέρασε τρέχοντας ακρι- βώς δίπλα της. Αυτό το γεγονός δεν ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτο: στο κάτω κάτω, τι το ξεχωριστό είχε το ότι είδε να περνάει ένας Λευκός Κούνελος; Και στην Αλίκη δε φάνηκε καν απίστευτο όταν άκουσε εκείνο τον Κούνελο να μουρμουρίζει: «Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου! Θ’ αργήσω!» (Όταν το ξανασκέφτηκε αργότερα, υπέθεσε ότι θα έπρεπε να είχε εκπλαγεί, αλλά εκείνη τη στιγμή το βρήκε απόλυτα φυσιολογικό.) Μόνο όταν ο Κούνελος έβγαλε ένα ρολόι από το τσεπάκι του γιλέκου του, κοίταξε την ώρα κι άρχισε να τρέχει ακό- μα πιο γρήγορα, μόνο τότε η Αλίκη πετάχτηκε όρθια – δεν είχε δει ποτέ της κουνέλι να φορά γιλέκο και να κρατά ρολόι! Περίεργη να δει τι θα γινόταν, όρμησε τρέχοντας μέσα απ’ τους αγρούς κυνηγώ- ντας το ζώο. Και, ευτυχώς, το διέκρινε ακριβώς τη στιγμή που βουτούσε με φόρα στο άνοιγμα ενός λαγουμιού, κρυμμένου κάτω από έναν φράχτη. Αμέσως, χωρίς καν να σκεφτεί αν θα μπορούσε να ξαναβγεί, χώθηκε κι εκείνη μέσα. 8 Κ αθοδοσ στη Φ ωλια του κυριου Κ ουνελου Κεφάλαιο I

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=