Η Αγκάθα στο Οριάν Εξπρες

18 L I N D S A Y J A Υ N E A S H F O R D Επειδή δεν κατάφερε να χάσει τα λίγα κιλά που πήρε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης; Ή απλώς τον είχε τυφλώσει ο έρωτας και ξύπνησε μια μέρα, συνειδητοποιώ­ ντας ότι θα μπορούσε να τα είχε πάει καλύτερα; «Μην ξεχάσεις τις τούρκικες παντόφλες μου!» φώναξε η Σάρλοτ τη στιγμή που ακούστηκε το προειδοποιητικό σφύριγμα του τρένου. ΗAγκάθα κούνησε το χέρι της από το παράθυρο, καθώς η κάπνα της μηχανής, που μύριζε θειάφι, γέμιζε τα ρου­ θούνια της. Της άρεσε αυτή η μυρωδιά. Ήταν διεγερτική. Γυρνούσε σελίδα. Η σύζυγος Aγκάθα Κρίστι μεταμορφω­ νόταν στην περιπλανώμενη Μέρι Μίλερ. Οπρωινός ήλιος διαπέρασε τις δαντελένιες κουρτίνες στο διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου, του αριθμού έξι, στο Μέγαρο Κόνοτ, και γέμισε με στίγματα τη στοίβα των πράσινων δερμάτινων βαλιτσών που ήταν στο κρεβάτι της Νάνσι. Πήρε δύο καπελιέρες από το πάνω μέρος της ντου­ λάπας και τις πρόσθεσε στην ταλαντευόμενη στοίβα των αποσκευών. Έπειτα πήγε προς το παράθυρο. Κάτω, στο πάρκο, ο κόσμος ήδη πηγαινοερχόταν. Δύο νταντάδες, που φορούσαν στολή και μαύρα ψάθινα καπέλα με γυα­ λάδα από τη χρήση, έσπρωχναν τα καροτσάκια πάνω σε έναν σωρό από ξερά κίτρινα φύλλα. Ένας γαλατάς, σε άμαξα που την έσερνε άλογο, φώναζε κάτι από το κιγκλί­ δωμα, και μία από τις γυναίκες κοίταζε γύρω της, χαμο­ γελώντας και κουνώντας το χέρι. Κάπου στους θάμνους

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=