Η Αγκάθα στο Οριάν Εξπρες
20 L I N D S A Y J A Υ N E A S H F O R D του έφερνε το πρωινό του, αυγά ποσέ, λουκάνικο, μανι τάρια και μπέικον. Καθώς θα έτρωγε, πιθανόν να τη ρω τούσε τι σχεδίαζε να κάνει εκείνη την ημέρα. Ποτέ δεν άκουγε τις απαντήσεις της, γι’ αυτό κι εκείνη θα τις προ σπερνούσε με το ψέμα που είχε προετοιμάσει. Θα πήγαι νε στη λέσχη του χωρίς να του περνάει από το μυαλό ότι η γυναίκα του επρόκειτο να βάλει πλώρη για το μεγάλο ταξίδι. Την ώρα που αυτός θα γευμάτιζε, εκείνη θα επιβιβα ζόταν στο τρένο που θα την πήγαινε στο Ντόβερ. Όταν εκείνος θα επέστρεφε στο σπίτι, αυτή θα είχε φτάσει κιό λας στη Γαλλία. Έβαλε το χέρι της στην τσάντα και πήρε τα εισιτήρια που αγόρασε βάζοντας ως ενέχυρο το διαμα ντένιο περιδέραιο και τα σκουλαρίκια που είχε κληρονο μήσει όταν έκλεισε τα είκοσι ένα της χρόνια. Ναι, κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Έφτασε η μέρα που έπρεπε να πάρει το τρένο. Ήταν η μόνη λύση. Απόψε θα κοιμόταν σε μια ξένη χώρα. Και μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα είχε φτάσει στη Βαγδάτη. ΗΝάνσι δεν είχε ιδέα τι σήμαινε να ζεις σε ένα τέτοιο μέρος. Ό,τι γνώριζε το όφειλε στα περιοδικά και σε όσα της έγραφε η ξαδέρφη της. Ούτε στα πιο τρελά της όνει ρα δεν είχε φανταστεί ότι θα πήγαινε να μείνει σε μια πόλη στη μέση της ερήμου. Μα πού αλλού να πήγαινε; Ποιος άλλος θα τη δεχόταν; Κοίταξε τις δύο νταντάδες, που τώρα κάθονταν σε ένα παγκάκι του πάρκου και συζητούσαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και απομακρύνθηκε από το παράθυρο · έβαλε το
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=