Το ημερολόγιο ενος εξωγήινου
18 ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ λε και πολύ για να προδοθώ. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πό σο ύπουλο ήταν αυτό το «θυμάσαι;», που το είπε κοιτάζοντάς με κατάματα. Αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που θα άρχιζα να ξεχνάω, την περίμεναν ίσως πιο πολύ κι από μένα, αφού εγώ, κατά βάθος, ευχόμουν να μην έρθει ποτέ. Και τι πιο απλό από ένα αθώο «θυμάσαι;». Θα αρκούσε ένα δικό μου «όχι» για να σηκωθούν απ’ τις ξαπλώστρες και ν’ αρχίσουν τα πανηγύρια. Κάθισα σ’ έναν βράχο και κοιτούσα σαν χαζός το κύμα που πηγαινοερχόταν. Την είχα γλιτώσει. Όχι ότι μου άξιζε κιόλας. Ας είν’ καλά η σαστισμάρα μου. Τόσο δα έλειψε να την πατή σω. Έσφιξα τα δόντια και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αποδώ και πέρα θα ήμουν πιο προσεκτικός. Αν ήθελα κάποια μέρα να ξεφύγω, αν το ’θελα στ’ αλήθεια, θα ’πρεπε να ’χω τα μάτια μου ανοιχτά για να μην πέφτω στις παγίδες τους. Έβλε πα κιόλας τον Θορν να φτυαρίζει τα χώματα από τον πάτο ενός τεράστιου λάκκου, ενώ η Ρέινα σώριαζε τεράστια κλα ριά με πυκνές φυλλωσιές στο χείλος της τρύπας, όταν άκου σα τη φωνή της σχεδόν μέσα στ’ αυτιά μου. «Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε. «Τίποτα» της είπα, κι ας μην ήταν αλήθεια. Γιατί η αλή θεια ήταν ότι εκείνη τη στιγμή έπαιρνα τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής μου. Αν ήθελα να ξεφύγω, έπρεπε να σταματήσω να ξεχνάω. Και για να σταματήσω να ξεχνάω, ένας τρόπος υπήρχε: με το που θα γυρίζαμε στο σπίτι, θ’ άρ χιζα να κρατάω ημερολόγιο!
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=