Ημερολόγιο επιβίωσης
H M E Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Ο Ε Π Ι Β Ι Ω Σ Η Σ 11 υγραινόταν αρκετά, και πονούσε. Εγώ, ανυπόμονος, την έγλειφα λίγο και μετά από λίγα λεπτά ήθελα να μπω. Ο κόλπος της διαμαρτυρόταν με μια απόλυτη ξηρασία. Ένας άνθρωπος απελπισμένος πάντα τα κάνει μαντάρα. Εκείνη, ευγενική και υπομονετική, χαμογελούσε, αλλά εγώ έβλε πα τον τρόμο της. Μερικές φορές, όταν έχανα τελείως την υπομονή μου, την έβαζα να ξαπλώσει μπρούμυτα και της έριχνα μερικές με τη ζώνη στα κωλομέρια. Χωρίς υπερβο λικό σαδισμό. Λιγουλάκι μόνο. Σαν παιχνίδι. Και πάλι τί ποτα. Παρέμενε ξηρή και τρομαγμένη. Το φιλικό κομμά τι πάντως λειτουργούσε καλά. Βλεπόμαστε αρκετές φορές τη βδομάδα, αργά το βράδυ, για κάνα ποτό. Κι ύστερα ο καθένας σπιτάκι του για ύπνο. Άλλες φορές βγαίναμε για φαγητό. Μια μικρή παρέα, με τους φίλους της Κάρολ. Εγώ δεν είχα φίλους στη Μαδρίτη. Μόνο κάποιους Κουβανούς, που είχα μόλις γνωρίσει. Όλοι με δουλειές επισφαλείς: μουσικοί και πιτσαδόροι. Είχαν ζόρικα ωράρια και περί πλοκες ιστορίες στην Κούβα. Ιστορίες που ήθελαν, και είχαν ανάγκη, να ξεχάσουν για να μπορέσουν να προχω ρήσουν. Αλλά δεν μπορείς να κόψεις τη ζωή σε κομμάτια, σαν να διαμελίζεις ένα πτώμα. Δεν πάει έτσι. Τα κουβα λάμε όλα. Και μας σμπαραλιάζουν. Ζούσαν στο χείλος της αβύσσου, με πολύ περισσότερα βάσανα από τα δικά μου, επειδή ήταν νέοι και φιλόδοξοι. Έβαζαν μεγάλους στό χους. Ήθελαν να γίνουν πλούσιοι και διάσημοι. Να κάνουν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=