Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου

ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ, ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ | 21 σιλβάνια, τα ώριμα χρυσαφιά στάχυα να γέρνουν, την αφθονία, την τάξη, την ευημερία του κόσμου. Και σκέφτηκε πως είχε φύγει αποκεί για να καλυτερέψει τη θέση του, σκέφτηκε την οργιαστική ακαταστασία της ζωής του, τα χαμένα χρόνια, έτσι που ρήμαξε τα νιάτα του. Να πάρ’ η οργή! σκέφτηκε. Γερνάω! Γιατί βρίσκομ’ εδώ; Μέσα στον νου του παρελαύνανε ομαδικά τα φριχτά φαντάσματα των περασμένων χρόνων. Ξαφνικά, είδε πως η ζωή του είχε αυλακω­ θεί από μια σειρά επεισόδια: Ένας τρελός αντάρτης τραγουδούσε το Αρμαγεδδών, ο ήχος μιας σάλπιγγας στη δημοσιά, οι οπλές των μου­ λαριών του στρατού, το ηλίθιο λευκό πρόσωπο ενός αγγέλου μέσα σ’ ένα σκονισμένο μαγαζί, το προκλητικό κούνημα των γλουτών μιας περαστικής παλιογυναίκας. Είχε παρατήσει τη θαλπωρή και είχε κυ­ λήσει σ’ αυτή τη στέρφα χώρα: Καθώς κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο και είδε την ακαλλιέργητη γη, το μεγάλο κακοτράχαλο ύψος του Πιέ­ ντμοντ, τις λασπιάρικες από κόκκινο πηλό δημοσιές και τους κακοντυ­ μένους και βρόμικους ανθρώπους να χάσκουν στους σταθμούς –έναν κοκαλιάρη χωριάτη να κρατάει κουνιστός τα χαλινάρια, έναν τεμπέλη νέγρο, έναν ξεδοντιάρη ξωμάχο, μια χλωμή γυναίκα μ’ ένα βρόμικο μωρό–, τα παράξενα της μοίρας τον γέμισαν φόβο. Πώς ξέπεσε από την καλοζωία της νιότης του κοντά στους καθαρούς Ολλανδούς σ’ αυ­ τό τον απέραντο ερημότοπο της σαπίλας; Το τρένο βροντολογούσε πάνω από την αχνισμένη γη. Έβρεχε ακα­ τάπαυστα. Ένας κλειδούχος της γραμμής ήρθε με σερνάμενο βήμα στο μακρύ βαγόνι με τα βρόμικα βελούδα κι άδειασε έναν κουβά κάρβου­ να μες στη μεγάλη σόμπα, στην πέρα άκρη. Ένα χαζό γέλιο τράνταξε μια παρέα χωριάτες, ξαπλωμένους πάνω σε δυο καναπεδάκια. Η κα­ μπάνα σήμανε θλιμμένα πάνω από τον σαματά που έκαναν οι ρόδες. Μια στάση που δεν είχε τελειωμό σ’ έναν σταθμό με διακλάδωση κοντά στα πόδια του βουνού. Ύστερα το τρένο ξεκίνησε πάλι διασχίζοντας τον απέραντο κυματιστό κάμπο. Σουρούπωσε. Ο πελώριος όγκος των βουνών ξεπρόβαλε αχνός, θαμπά φωτάκια άναψαν μέσα στα καλυβόσπιτα της βουνοπλαγιάς. Το τρένο, περιφρονώντας τον ίλιγγο, σερνότανε μέσ’ από τα ψηλά στρί­ ποδα, ίδια φαντάσματα, που στηρίζανε κάθε τόσο ντεπόζιτα με νερό. Ίσαμε πάνω ψηλά, ίσαμε κάτω χαμηλά, με μια φούντα καπνό, καλύβες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=