Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου

20 | THOMAS WOLFE δεμα και με ατράνταχτη θέληση για συζυγική ζωή. Μέσα σε δεκαοχτώ μήνες ξανάγινε ο φωνακλάς μανιακός, οι μικροεπιχειρήσεις του πή­ γαιναν από το κακό στο χειρότερο, ενώ το πόδι του δεν ξεκολλούσε από τη γυαλιστερή μπάρα του πάγκου, και η Κίνθια, η γυναίκα του –που αυτός δεν είχε συντελέσει, έλεγαν οι ντόπιοι, στο να παραταθεί η ζωή της–, πέθανε ξαφνικά μια νύχτα ύστερα από μια αιμορραγία. Έτσι, όλα ξαναχάθηκαν –η Κίνθια, το μαγαζί, ο ακριβοαγορασμένος έπαινος για την εγκράτειά του, το κεφάλι του αγγέλου–, τριγυρνούσε τα βραδινά στους δρόμους σκούζοντας τους πεντάμετρους αναθεματι­ σμούς του για τους τρόπους των Νοτίων και για τη νωθρότητά τους, μαραινότανε κάτω από την επιτιμητική ματιά των ντόπιων, με την πε­ ποίθηση, όσο αδυνάτιζε κι ο ίδιος, πως η Κίνθια τον εκδικιότανε τώρα με την αρρώστια της. Μόλις είχε περάσει τα τριάντα, αλλά φαινότανε πολύ μεγαλύτερος. Το πρόσωπό του ήταν κίτρινο και βουλιαγμένο· η κέρινη λεπίδα της μύτης του έμοιαζε με ράμφος. Είχε μακριά καστανά μουστάκια, που κρέμονταν θλιμμένα. Τα τρομερά μεθύσια του είχαν καταστρέψει την υγεία του. Ήταν αδύνατος σαν στέκα κι έβηχε. Σκεφτότανε τώρα την Κίνθια, μες στη μοναξιά του, σ’ αυτή την εχθρική πόλη, κι άρχισε να φοβάται. Πίστευε πως ήταν φυματικός και πως θα πέθαινε. Έτσι, μονάχος πάλι κι έρημος, δίχως να ’χει βρει αποκούμπι στον κόσμο και με τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του, ο Όλιβερ ξανάρ­ χισε την άσκοπη περιπλάνησή του. Τράβηξε δυτικά, προς το μεγάλο αντέρεισμα των βουνών, ξέροντας πως πίσω από εκεί δεν θα ’τανε γνωστή η κακή του φήμη κι ελπίζοντας πως θα μπορούσε ν’ απομο­ νωθεί εκεί, να κάνει μια νέα ζωή και να ξαναβρεί την υγεία του. Τα μάτια του λιπόσαρκου σκιάχτρου ξανασκούρυναν, όπως στα νιάτα του. Ολημερίς, κάτω από έναν υγρό γκρίζο ουρανό του Οχτώβρη, ο Όλι­ βερ τραβούσε δυτικά. Καθώς κοίταζε θλιμμένα από το παράθυρο του βαγονιού την απέραντη ακαλλιέργητη χώρα, με αραιά διασκορπισμένες ασήμαντες μικρές αγροικίες, που έβαζαν μονάχα εδώ κι εκεί μικρά σκαμμένα κομμάτια μέσα στην ερημιά, η καρδιά του πάγωσε και την ένιωσε βαριά σαν μολύβι. Σκέφτηκε τις μεγάλες σιταποθήκες στην Πεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=