Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου

ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ, ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ | 19 τη συγκίνηση. Τα μακριά δάχτυλα των μεγάλων χεριών του έκλεισαν. Ένιωσε πως λαχταρούσε, περισσότερο από καθετί άλλο στον κόσμο, να σκαλίζει λεπτουργήματα με μια σμίλη. Λαχταρούσε να ικανοποιήσει πάνω στην ψυχρή πέτρα κάτι σκοτεινό και ανείπωτο που φώλιαζε μέ­ σα του. Λαχταρούσε να σμιλέψει ένα κεφάλι αγγέλου. Ο Όλιβερ μπήκε και ζήτησε δουλειά από έναν ψηλό γενάτο άντρα μ’ ένα ξύλινο σφυρί. Έγινε μαθητευόμενος του μαρμαρογλύπτη. Εργά­ στηκε πέντε χρόνια μέσα σ’ αυτό το γεμάτο σκόνη εργαστήρι. Έγινε πετροπελεκητής. Όταν τέλειωσε η μαθητεία του, είχε γίνει άντρας. Ποτέ δεν το κατάφερε. Ποτέ δεν έμαθε να σκαλίζει στην πέτρα ένα κεφάλι αγγέλου. Την περιστερά, τον αμνό, τα λεία, ενωμένα μαρμά­ ρινα χέρια του θανάτου, ωραία και λεπτοδουλεμένα γράμματα – μα όχι τον άγγελο. Κι από όλα τα χαμένα και άγονα χρόνια –τα ταραχώ­ δη χρόνια εργασίας και άγριου μεθυσιού στη Βαλτιμόρη και το θέατρο των Μπουθ και Σαλβίνι, που είχε καταστροφική επίδραση πάνω στον μαρμαρογλύπτη, που μάθαινε τον κάθε τόνο της μεγαλόπρεπης απαγ­ γελίας και περπατούσε στους δρόμους μουρμουρίζοντας και χειρονο­ μώντας με τα πελώρια εκφραστικά του χέρια– αυτά είναι τυφλά βή­ ματα και ψαχουλέματα της εξορίας μας, η αντανάκλαση της πείνας μας, όσο αναθυμόμαστε άφωνοι κι αποζητούμε τη μεγάλη ξεχασμένη γλώσσα, το χαμένο τέλος του δρόμου για τον ουρανό, μια πέτρα, ένα φύλλο, μια πόρτα. Πού; Πότε; Ποτέ δεν το κατάφερε, και κύλησε, διασχίζοντας τη χώρα, στον Ανοικοδομημένο Νότο – μια παράξενη και άγρια μορφή, έξι πόδια και τέσσερις ίντσες ύψος, με ψυχρά ανήσυχα μάτια, μεγάλη λεπτή μύτη και μια ρητορική πολυλογία, μια παράλογη και κωμική υβριστική γλώσσα, τυποποιημένη σαν κλασικό επίθετο, που τη χρησιμοποιούσε με ύφος σοβαρό, αλλά μ’ ένα αμυδρό αμήχανο χαμόγελο γύρω στις γωνιές των λεπτών κλαψιάρικων χειλιών του. Εγκαταστάθηκε στο Σίντνεϊ, τη μικρή πρωτεύουσα μιας από τις μεσόγειες Νότιες Πολιτείες, έκανε μια ήσυχη και εργατική ζωή κάτω από την προσεχτική ματιά ανθρώπων ακόμη πικραμένων από την ήττα και με εχθρικά αισθήματα, και τέλος, όταν εδραιώθηκε η καλή του φήμη κι έγινε ανεπιφύλαχτα δεχτός, παντρεύτηκε με μια αχαμνή, φυματική γεροντοκόρη, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, αλλά με κομπό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=