Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου
18 | THOMAS WOLFE λά πάντα γλίτωνε, και τέλος έφτασε ανάμεσα στους Ολλανδούς τον καιρό του θερισμού, και τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από την αφθονία που υπήρχε σ’ αυτό τον τόπο, που έριξε εδώ την άγκυρά του. Μέσα στον χρόνο παντρεύτηκε με μια νεαρή γεροδεμένη χήρα μ’ ένα περι ποιημένο αγρόχτημα, που όπως όλοι οι άλλοι Ολλανδοί είχε γοητευτεί από το πολυταξιδεμένο ύφος του, τη στομφώδη ομιλία του, προπάντων σαν παράσταινε τον Άμλετ κατά τον τρόπο του μεγάλου Έντμοντ Κιν. Όλοι έλεγαν πως θα ’πρεπε να ’χε γίνει θεατρίνος. Ο Άγγλος απόχτησε παιδιά –μια κόρη και τέσσερις γιους–, ζούσε άνετα και ξένοιαστα και ανεχότανε υπομονετικά την τραχιά, αλλά με όλο της το δίκιο, γλώσσα της γυναίκας του. Τα χρόνια περνούσαν, τα λαμπερά και κάπως γουρλωμένα μάτια του θολώσανε και σακουλιάσαν, κι ο ψηλός Άγγλος περπατούσε μ’ ένα αρθριτικό σούρσιμο των ποδιών. Ένα πρωί, που η γυναίκα του πήγε να τον ξυπνήσει, γκρινιάζοντας κατά τη συνήθειά της, τον βρήκε νεκρό από συγκοπή. Άφησε πέντε παιδιά, μια υποθήκη και –μες στα παράξενα και σκοτεινά μάτια του, που τώρα ήταν στυλωμένα στο κενό, γυαλιστερά και ορθάνοιχτα– κά τι που δεν είχε πεθάνει: μια φλογερή και κρυφή δίψα για ταξίδια. Παρατούμε, λοιπόν, αυτό τον Άγγλο και την κληρονομιά του, για ν’ ασχοληθούμε αποδώ και πέρα με τον δευτερότοκο γιο του, τον Όλι βερ, σ’ αυτόν που άφησε την κληρονομιά. Το πώς αυτό το αγόρι στε κότανε πλάι στον δρόμο, κοντά στην αγροικία της μητέρας του, και είδε τους σκονισμένους επαναστάτες να περνούν τραβώντας για το Γκέτισμποργκ, το πώς τα ψυχρά μάτια του σκοτείνιασαν σαν άκουσε το σπουδαίο όνομα της Βιργινίας και πώς, τη χρονιά που τέλειωσε ο πόλεμος –ήταν τότε μονάχα δεκαπέντε χρονών–, είχε βρεθεί να περ πατάει σ’ έναν δρόμο της Βαλτιμόρης και είχε δει μέσα σ’ ένα μαγα ζάκι μερικές λείες ταφόπετρες από γρανίτη, ανάγλυφα πρόβατα και χερουβείμ κι έναν άγγελο να ισορροπεί πάνω σε κρύα φθισικά πόδια, μ’ ένα ηλίθιο χαμόγελο από μαλακιά πέτρα – όλ’ αυτά είναι μια πιο μακριά ιστορία. Ωστόσο, ξέρω πως τα ψυχρά και ρηχά μάτια του είχαν σκοτεινιάσει με την κρυφή και φλογερή δίψα που είχε φωλιάσει μες στα μάτια ενός νεκρού, και τον είχε οδηγήσει, από τη Φέντσορτς Στριτ, πέρ’ από τη Φιλαδέλφεια. Ο νεαρός, καθώς κοίταζε τον μεγάλο άγγε λο με τον σκαλιστό κρίνο, ένιωσε να τον κυριεύει μια ψυχρή και άφα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=