Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου
ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ, ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ | 31 – Κι αποδώ, σου λέει ο άλλος, είναι ο θείος Βάκχος. – Μάλιστα, κύριέ μου, είπε ο Βάκχος χαμογελώντας, χοντρός σαν το πρωτότυπο και δυο φορές πιο μπερμπάντης. – Όλος ο κόσμος τον λέει Βάκχο, είπε ο Γουίλ, κλείνοντας το μάτι στους άλλους, αλλά εμείς εδώ στην οικογένεια τον λέμε Διόνυσο. – Υποθέτω, είπε ο ταγματάρχης Πέντλαντ με ύφος σοβαρό, πως κάνετε συχνά ερωτήσεις; – Μάλλον όχι, αποκρίθηκε ο Όλιβερ μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο, αποφασισμένος να τα υποστεί όλα. Γιατί; – Επειδή, είπε ο ταγματάρχης κοιτάζοντας ολόγυρα τους άλλους, μου δίνετε την εντύπωση πως είστε μεγάλος ερωτάκιας . Πάνω στην ώρα, ανάμεσα στο γενικό γέλιο, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μερικά άλλα μέλη της οικογένειας – η μητέρα της Ελίζας, μια απλοϊκή, μαραμένη Σκοτσέζα, ο Τζιμ, ένας κοκκινομούρης γουρουνο ειδής νεαρός, το αγένειο αντίτυπο του πατέρα του, ο Θαδδαίος, πλα δαρός, κοκκινομούρης, με καστανά μαλλιά και μάτια, ίδιο βοδάκι, και τέλος ο Γκρίλι, ο μικρότερος, ένα αγόρι με γλυκερό ηλίθιο χαμόγελο, που έβγαζε κάτι παράξενες στριγκλιές και όλοι γελούσαν μ’ αυτό. Ήταν έντεκα χρονών, εκφυλισμένος, καχεκτικός, χοιραδικός, αλλά τα άσπρα υγρά του χέρια μπορούσαν να βγάλουν από ένα βιολί μια μουσική που είχε κάτι το απόκοσμο και το ασπούδαστο. Και όπως κάθονταν εκεί, μες στο ζεστό δωματιάκι με τη θερμή του μυρωδιά από γινωμένα μήλα, οι άνεμοι ουρλιάζανε κατεβαίνοντας από τα βουνά, ένα βογκητό ακουγότανε ανάμεσα στα πεύκα, ξέφρενο και μακρινό, σπάζανε τα γυμνά κλωνιά. Και όσο ξεφλούδιζαν ή λιάνιζαν ή σκαλίζανε με τους σουγιάδες, η κουβέντα τους γλίστρησε από τη χοντρή της ευθυμία στον θάνατο και στην ταφή: Κουβέντιαζαν με σερνάμενη μονότονη φωνή, με μια δίψα νοσηρή, συνεχίζοντας τις φλυαρίες τους για το πεπρωμένο και για ανθρώπους που μόλις πρόσφατα είχαν εντα φιαστεί. Και όσο τραβούσε το κουβεντολόι τους κι ο Γκαντ άκουγε το στοιχειωμένο βογκητό του ανέμου, ένιωθε θαμμένος, χαμένος μέσα στο σκοτάδι, και η ψυχή του βυθιζότανε στο πηγάδι της νύχτας, γιατί κατα λάβαινε πως θα πέθαινε ξένος – πως όλα, όλα εκτός από τούτους τους θριαμβικούς Πέντλαντ, που εντρυφούσαν στον θάνατο – θα πέθαιναν. Και σαν άνθρωπος που πεθαίνει μες στην πολική νύχτα, σκεφτό
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=