Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου

30 | THOMAS WOLFE παράφορος πόθος για ιδιοχτησία και μια επιθυμία να ξεφύγουν από το σπιτικό του ταγματάρχη όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. – Πατέρα, είχε πει η Ελίζα με αξιοπρέπεια σπουδαίας κυρίας, κα­ θώς έμπαζε τον Όλιβερ για πρώτη φορά στο σαλόνι της βιλίτσας, να σου συστήσω τον κύριο Γκαντ. Ο ταγματάρχης Πέντλαντ αργοσηκώθηκε από την κουνιστή πολυ­ θρόνα του πλάι στο τζάκι, έκλεισε έναν μεγάλο σουγιά και άφησε πάνω στο ράφι του τζακιού το μήλο που καθάριζε. Ο Βάκχος αναθώ­ ρησε καλοσυνάτα από μια βέργα που έξυνε μ’ έναν σουγιά κι ο Γουίλ, αναθωρώντας από τα κοντά νύχια του, που τα ’κοβε μ’ έναν σουγιά όπως συνήθιζε, χαιρέτησε τον επισκέπτη μ’ ένα πουλίσιο κούνημα του κεφαλιού και μ’ ένα γνέψιμο του ματιού. Όλοι περνούσαν την ώρα τους αδιάκοπα μ’ έναν σουγιά. Ο ταγματάρχης Πέντλαντ προχώρησε με αργό βήμα για να χαιρε­ τήσει τον Γκαντ. Ήταν γεμάτος, τετράγωνος, κάπου πενηνταπεντάρης, ροδοκόκκινος, με πατριαρχική γενειάδα, με τα αδρά χαρακτηριστικά και το αυτάρεσκο ύφος που είχε όλο του το σόι. – Ο.Ο. Γκαντ, δεν είν’ έτσι; ρώτησε με μακρόσυρτη γλυκερή φωνή. – Ναι, αποκρίθηκε ο Όλιβερ, ακριβώς. – Από όσο μου ανάφερε μ’ εσάς σχετικά η Ελίζα, είπε ο ταγματάρ­ χης, δίνοντας το σύνθημα στο ακροατήριό του, θα ’λεγα πως θα ’πρε­ πε να ’στε Ελ. Ε. Γκαντ. * Το δωμάτιο βούιξε από το τρανταχτό, ευχαριστημένο γέλιο των Πέντλαντ. – Πφ! έκανε η Ελίζα, ζουλώντας με το χέρι το ρουθούνι της φαρδιάς της μύτης. Τ’ ορκίζομαι, πατέρα! Θα ’πρεπε να ντρέπεσαι για τον εαυ­ τό σου. Ο Γκαντ χαμογέλασε βιασμένα, δήθεν πως το βρήκε διασκεδαστικό. Ο γερο-σαχλαμάρας, είπε μέσα του, θα το ’χε μποτιλιαρισμένο από μια βδομάδα για να το ξεφουρνίσει τώρα. – Τον Γουίλ τον γνωρίζετε από πριν, είπε η Ελίζα. – Κι από πριν κι από ύστερα, είπε ο Γουίλ, κλείνοντας το μάτι. Αφού καταλάγιασε το γέλιο τους, η Ελίζα είπε: * Έλεγκαντ = κομψός.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=