Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου

24 | THOMAS WOLFE με θερμές πνοές γεμάτες βάλσαμο. Η μεγάλη πληγή στα σωθικά του Όλιβερ άρχισε να επουλώνεται. Η φωνή του πάλι ακουγότανε παντού, με αναλαμπές της παλιάς ρητορικής του, φάντασμα της παλιάς του θέρμης. Μια μέρα του Απρίλη, καθώς στεκότανε με αφυπνισμένες τις αι­ σθήσεις του μπροστά στο μαγαζί του και κοίταζε τον χείμαρρο της ζωής στην πλατεία, άκουσε πίσω του τη φωνή κάποιου περαστικού. Κι αυτή η φωνή, μονότονη, συρτή, αυτάρεσκη, φώτισε ξαφνικά μια εικό­ να που ήταν νεκρή μέσα του, τώρα και είκοσι χρόνια. – Έρχεται! Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα ’ρθει στις 11 Ιουνίου 1886 . Ο Όλιβερ γύρισε και είδε να ξεμακραίνει η στρουμπουλή πειστική κορμοστασιά του προφήτη, που την τελευταία φορά που τον είχε δει κατηφόριζε τον σκονισμένο δρόμο που οδηγούσε στο Γκέτισμποργκ και στο Αρμαγεδδών. – Ποιος είναι; ρώτησε κάποιον. Αυτός κοίταξε και χαμογέλασε. – Είναι ο Βάκχος Πέντλαντ, αποκρίθηκε. Είναι τύπος. Πολλοί δικοί του μένουν εδώ γύρω. Ο Όλιβερ σάλιωσε το χοντρό μεγάλο του δάχτυλο. Ύστερα είπε μ’ ένα λεπτό χαμόγελο: – Ήρθε κιόλας ο Αρμαγεδδών; – Τον περιμένει όπου να ’ναι, είπε ο άλλος. Ύστερα ο Όλιβερ αντάμωσε την Ελίζα. Ένα ανοιξιάτικο απομεσήμερο ήταν ξαπλωμένος στον μαλακό πέτσινο σοφά του μικρού γραφείου του κι αφουγκραζότανε τον ζωηρό θόρυβο της πλατείας. Μια αναρρωτική γαλήνη απλωνότανε πάνω στο μακρύ ξαπλωμένο κορμί του. Σκεφτό­ τανε την παχιά σκούρα γη με την ξαφνική τροφαντή της άνθιση, την παγωμένη μπίρα και τις κορομηλιές, που τα λουλούδια τους άρχιζαν τώρα να μαδούν. Ύστερα άκουσε το ζωηρό κροτάλισμα των τακουνιών μιας γυναίκας, που ερχότανε περνώντας ανάμεσα στα μάρμαρα, και σηκώθηκε βιαστικά. Ίσιωνε το καλοβουρτσισμένο σακάκι του από χο­ ντρό μαύρο ύφασμα πάνω που μπήκε η γυναίκα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=