Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου

ΓΥΡΝΑ ΣΠΙΤΙ, ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ | 23 Αυτή η κωμόπολη Άλταμοντ είχε συνοικιστεί λίγο καιρό μετά τον πό­ λεμο της ανεξαρτησίας. Ήταν ένας βολικός ενδιάμεσος σταθμός για τους ζωηλάτες και τους αγρότες που τραβούσαν ανατολικά, από το Τένεσι στη Νότια Καρολίνα. Και για κάμποσες δεκαετίες, πριν από τον Εμφύλιο πόλεμο, έρχονταν να ξεκαλοκαιρέψουν οικογένειες από την καλή κοινωνία του Τσάρλστον και από τις βαμβακοφυτείες του Νότου. Όταν πρωτοπήγε ο Όλιβερ, το μέρος είχε αρχίσει ν’ αποχτάει κάποια φήμη, όχι μονάχα σαν θέρετρο αλλά και σαν σανατόριο για φυματι­ κούς. Πολλοί πλούσιοι από τον Βορρά είχαν χτίσει σπιτάκια για να ’ρχονται να κυνηγούν, και ένας από δαύτους είχε αγοράσει πελώριες βουνίσιες εκτάσεις και μ’ έναν στρατό από αρχιτέκτονες, μαραγκούς και χτίστες που είχε φέρει μαζί του σχεδίαζε τη μεγαλύτερη εξοχική έπαυλη της Αμερικής – από πέτρα, με ψηλή ριχτή σκεπή από σχιστό­ λιθο και εκατόν ογδόντα τρία δωμάτια, αντίγραφο του εξοχικού βασι­ λικού πύργου του Μπλουά, στη Γαλλία. Ήταν και ένα μεγάλο καινούρ­ γιο ξενοδοχείο, με πολυτέλεια και όλες τις ανέσεις, σε ρυθμό ξύλινου περίπτερου, μοναχικό στην κορυφή ενός λόφου που δέσποζε ολόγυρα. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν ακόμη ντόπιοι αγρότες που προέρχονταν από τη γύρω περιοχή. Βουνίσιοι Σκοτσε­ ζοϊρλανδοί, ψημένοι χωριάτες, έξυπνοι και εργατικοί. Ο Όλιβερ είχε κάπου χίλια διακόσια δολάρια, που είχαν διασωθεί από τα συντρίμμια της περιουσίας της Κίνθιας. Τον χειμώνα νοίκιασε μια παράγκα σε μιαν άκρη της δημόσιας πλατείας, αγόρασε μια μικρή σερμαγιά μάρμαρα και άνοιξε μαγαζί. Μα στην αρχή η μόνη σχεδόν δουλειά ήταν να συλλογίζεται πως δεν θ’ αργούσε να πεθάνει. Ολό­ κληρο τον τσουχτερό χειμώνα, έρημος, όσο συλλογιότανε πως ήταν πια του θανατά, και αδύνατος σαν σκιάχτρο, τριγυρνούσε στους δρόμους μουρμουρίζοντας· έγινε γνώριμη φυσιογνωμία και το αντικείμενο του κουτσομπολιού των κατοίκων. Όλοι στην πανσιόν που έμενε ήξεραν πως τη νύχτα βημάτιζε στο δωμάτιό του με μεγάλες δρασκελιές και πως ένα σιγανό μακρόσυρτο βογκητό, που λες κι έβγαινε από τα σωθικά του, τρεμόπαιζε αδιάκοπα στα λεπτά του χείλια. Αλλά σε κανέναν δεν ξανοίχτηκε σχετικά μ’ αυτό. Και ύστερα ήρθε η καταπληχτική βουνίσια άνοιξη, χρυσοπράσινη, με σύντομες ανεμοδούρες, με τη μαγεία και το άρωμα των λουλουδιών,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=