Γύρνα σπίτι, άγγγελέ μου

22 | THOMAS WOLFE ήταν κολλημένες σε βράχια, σε φαράγγια, σε πλαγιές. Το τρένο αρ­ γοανέβαινε λαχανιασμένο, φιδώνοντας ανάμεσα σε κόκκινα ορύγμα­ τα. Ήταν πια σκοτεινά όταν ο Όλιβερ κατέβηκε στην κωμόπολη Όουλντ Στοκέιντ, που τέλειωναν οι σιδηρογραμμές. Το τελευταίο μεγάλο τείχος του βουνού υψωνότανε αλύγιστο πάνωθέ του. Βγαίνοντας από τον μικρό μελαγχολικό σταθμό, ο Όλιβερ κοίταξε το θαμπό φως της λάμπας κάποιου μαγαζιού και είχε το συναίσθημα πως σερνότανε, σαν ένα μεγάλο ζουζούνι, μέσα στον κύκλο αυτών των θεόρατων βουνών, για να πεθάνει. Το κατοπινό πρωί συνέχισε το ταξίδι του με ταχυδρομική άμαξα. Προορισμός του ήταν η μικρή πόλη Άλταμοντ, είκοσι τέσσερα μίλια πέρ’ από τον περίγυρο του μεγάλου εξωτερικού τείχους των βουνών. Καθώς τα άλογα ανηφόριζαν με κόπο τον βουνίσιο δρόμο, το ηθικό του Όλιβερ κάπως ανυψώθηκε. Ήταν μια γκριζόχρυση μέρα του Οχτώ­ βρη, φωτεινή και με άνεμο. Ο βουνίσιος αέρας, τσουχτερός, είχε κάτι το σπιθουριστό: Η βουνοσειρά φτεροκοπούσε πάνωθέ του, κοντινή, πελώρια, καθαρογραμμένη, στέρφα. Τα δέντρα ήταν καχεκτικά και γυμνά, σχεδόν δίχως κανένα φύλλο. Ο ουρανός γεμάτος ανεμοπαρ­ μένα άσπρα κουρελιασμένα σύννεφα· μια πυκνή λουρίδα ομίχλη αρ­ γοσερνότανε στα μετερίζια ενός βουνού. Κάτωθέ του ένα βουνίσιο ποταμάκι κατηφόριζε αφρισμένο μες στην πέτρινη κοίτη του, κι ο Όλιβερ ξεχώριζε κάτι μακρινές ανθρώ­ πινες κουκκίδες που καταγίνονταν να φτιάξουν τον δρόμο, που οι κορδέλες του, πάνω στην πλαγιά, θα οδηγούσαν στο Άλταμοντ. Ύστε­ ρα το ιδρωμένο συνεργείο τράβηξε πάνω σ’ ένα μονοπάτι στο χείλος του βουνού και μέσ’ από ψηλοκρεμαστές και μεγαλόπρεπες εκτάσεις, που χάνονταν στο απόμακρο μέσα σε μια κόκκινη καταχνιά, άρχισε ν’ αργοκατεβαίνει προς το οροπέδιο, εκεί που ήταν χτισμένη η κω­ μόπολη Άλταμοντ. Μες στην απόκοσμη αιωνιότητα αυτών των βουνών, ολόγυρα στο πελώριο κύπελλό τους, βρήκε ξαπλωμένη πάνω στα εκατό της υψώ­ ματα και βαθουλώματα, μια κωμόπολη με τέσσερις χιλιάδες κατοίκους. Καινούργια μέρη. Μια έξαρση ανάδεψε την καρδιά του. 

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=