Γραπτός λόγος: Γλώσσα & Λογοτεχνία για το Λύκειο και τις Πανελλαδικές

ΓΛΩΣΣΑ • ΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΕΙΔΗ • ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΑ ΕΙΔΗ 1 ο ΜΕΡΟΣ ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ: ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ || | 21 | 2. Λόγος – Διαστάσεις λειτουργικές Από την ενεργητική διάθεση στην παθητική και αντιστρόφως Διαθέσεις – Φωνές: Διάκριση Η διάθεση είναι «σημασιολογική κατηγορία του ρήματος». Αναφέρεται στην ιδιότητα του ρήματος να δηλώνει τι κάνει το υποκείμενο, τι παθαίνει ή σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Ανάλογα με τη διάθεση τα ρήματα είναι ενεργητικά (το υποκείμενο ενεργεί, διάθεση ενερ- γητική), π.χ. σκάβω χαντάκι, μέσα (το υποκείμενο ενεργεί και η ενέργεια επιστρέφει στο ίδιο, μέση διάθεση), π.χ. ντύνομαι, παθητικά (το υποκείμενο δέχεται μια ενέργεια από κάτι άλλο, παθητική διάθεση), π.χ. ο κλέφτης συνελήφθη, και ουδέτερα (το υποκείμενο βρίσκεται σε μια κατάσταση, ουδέτερη διάθεση), π.χ. ζω, κάθομαι. Η διάθεση δεν πρέπει να συγχέεται με τη φωνή. Φωνή είναι σύνολο γραμματικών τύπων: ενεργητική με κατάληξη σε -ω (-ώ), π.χ. επισκευάζω, λαλώ, και παθητική (ή με- σοπαθητική) με κατάληξη σε -μαι, π.χ. καλύπτομαι. Ένα ρήμα μπορεί να είναι ενεργητικής φωνής, αλλά παθητικής διάθεσης, π.χ. χτύπη- σα από την πτώση, και αντιστρόφως, π.χ. οραματίζομαι μια ζωή χωρίς πόλεμο. Πολλά ρήματα απαντούν και στις δύο φωνές, π.χ. επηρεάζω, -ομαι. Ορισμένα μόνο στη μία, π.χ. ζω, έρχομαι (αποθετικό). Ίδιοι ρηματικοί τύποι μπορεί να είναι άλλοτε ενεργητικής και άλλοτε παθητικής διάθε- σης, π.χ. το ξεροβόρι πάγωσε το χέρι μου (ενεργητική διάθεση) / το χέρι μου πάγωσε από το ξεροβόρι (παθητική διάθεση). Εκτός από το υποκείμενο, που είναι «υποχρεωτικό όρισμα όλων των ρημάτων» 5 , ένα ρήμα μπορεί να δεχτεί και συμπληρώματα. Συχνότερο συμπλήρωμα είναι το αντικείμενο, δηλαδή το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του υποκειμένου. Το αντικείμενο εκφέρεται σε (με) γενική, αιτιατική ή εμπρόθετα, π.χ. δε σου ταιριάζουν τα σεγκούνια / ο καιρός ταίριασε τον Αντρέα και τη Βασιλική / το πώμα δεν ταίριασε στο μπουκάλι. Αν η ενέργεια του ρήματος δε μεταβαίνει κάπου, τότε αυτό ονομάζεται αμετά- βατο, π.χ. άρχισαν τα βάσανά μου, αλλιώς, μεταβατικό, π.χ. ο σεισμός γκρέμισε το κτί- ριο. Όταν τα μεταβατικά ρήματα δέχονται ένα αντικείμενο, λέγονται μονόπτωτα, π.χ. ο Φειδίας κατασκεύασε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Όταν δέχονται δύο, δίπτω- τα, π.χ. μου έστειλε τον φάκελο ή έστειλε σε μένα τον φάκελο. Από δύο αντικείμενα αυτό που συνδέεται αμεσότερα με το ρήμα λέγεται άμεσο, το άλλο έμμεσο, π.χ. πέταξε τα σκουπίδια (άμεσο) στον κάδο (έμμεσο). Το έμμεσο αντικείμενο πρωταρχικά δηλώνεται με γενική ή με εμπρόθετο. Κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική, 5 Χρήστος Κλαίρης – Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική- Επικοινωνιακή, ΙΙ. Το ρήμα, Η οργάνωση του μηνύματος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 222.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=