Γκίλιαντ
7 Σου είπα χτες το βράδυ πως μπορεί να φύγω κάποια μέρα, και είπες, Για πού, και είπα, Για να είμαι με τον Καλό Θεό, και εί πες, Γιατί, και είπα, Επειδή είμαι γέρος, και είπες, Δεν νομίζω πως είσαι γέρος. Κι ακούμπησες το χέρι σου στο χέρι μου και είπες, Δεν είσαι πολύ γέρος, λες κι αυτό έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Σου είπα ότι μπορεί να έχεις μια ζωή πολύ διαφορε τική και από τη δική μου και από τη ζωή που είχες μαζί μου και πως αυτό θα ’ταν θαυμάσιο, υπάρχουν πολλοί τρόποι να ζήσεις μια καλή ζωή. Και είπες, Αυτό μου το ’πε κι η μαμά. Και μετά είπες, Μη γελάς! Επειδή νόμισες πως γελούσα μαζί σου. Άπλω σες το χέρι σου κι άγγιξες με το δάχτυλό σου τα χείλη μου και μου ’ριξες εκείνο το βλέμμα που δεν είδα ποτέ στη ζωή μου σε άλλο πρόσωπο, εκτός απ’ της μητέρας σου. Κάτι σαν εξοργισμέ νη περηφάνια, γεμάτη πάθος και αυστηρότητα. Πάντα ξαφνιά ζομαι λιγάκι όταν διαπιστώνω πως δεν έχουν καψαλιστεί τα φρύδια μου ύστερα από ένα τέτοιο βλέμμα. Θα μου λείψει. Είναι βέβαια γελοίο να βάζει κανείς με τον νου του ότι μπορεί να λείψει κάτι, οτιδήποτε, στους νεκρούς. Αν είσαι ενήλικος όταν διαβάσεις αυτά τα λόγια –και γράφω τούτο το γράμμα με την πρόθεση να το διαβάσεις όταν μεγαλώσεις– θα έχω φύγει από καιρό. Θα ξέρω τα περισσότερα απ’ όσα είναι να μάθω για το τι σημαίνει να είσαι νεκρός και μάλλον θα τα κρατήσω για τον εαυτό μου. Έτσι φαίνεται πως γίνεται.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=