Γκίλιαντ

M A R I L Y N N E R O B I N S O N 14 παίρνεις τα πάντα πολύ σοβαρά. Οι γέροντες σε φωνάζουν Ιεροδιάκονο, όμως αυτή σου τη σοβαρότητα δεν την πήρες μόνο από τη δική μου οικογένεια. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα προτού τη γνωρίσω. Με εξαίρεση τον παππού μου βέβαια. Μου είχε φανεί πως η έκφρασή της ταλαντευόταν ανάμεσα στη θλίψη και την οργή και αναρωτιόμουν τι είχε γίνει στη ζωή της και είχε αποκτήσει αυτό το βλέμμα. Κι ύστε­ ρα, όταν ήσουν περίπου τριών ετών, ένα μικρό ανθρωπάκι, μπήκα στο παιδικό σου δωμάτιο ένα πρωί και σε βρήκα με το ολόσωμο φορμάκι σου, ξαπλωμένο στο πάτωμα μέσα στη λια­ κάδα, να ψάχνεις τρόπο για να επιδιορθώσεις μια σπασμένη ξυλομπογιά. Και σήκωσες το βλέμμα προς τα πάνω και με κοίταξες και το βλέμμα σου ήτανε ίδιο με το δικό της. Έχω σκεφτεί πολλές φορές εκείνη τη στιγμή. Και σου ομολογώ πως μερικές φορές νόμιζα πως κοιτούσες πίσω, στο παρελθόν, πως ανέτρεχες σε δεινά που προσεύχομαι ποτέ να μη σου τύχουν, και μου ζητούσες να σου δώσω εξηγήσεις. «Είσαι σαν όλους εκείνους τους γέροντες της Βίβλου» μου λέει η μητέρα σου, κι αυτό θα ’ταν αλήθεια, αν κατάφερνα να ζήσω εκατόν είκοσι χρόνια και να αποκτήσω λίγα βόδια και γελάδια, υπηρέτες και υπηρέτριες. Ο πατέρας μου μου κλη­ ροδότησε ένα επάγγελμα που έτυχε να είναι και η κλήση μου. Όμως είναι γεγονός πως όλα αυτά ήταν δεύτερη φύση για μένα, μεγάλωσα μ’ αυτά. Το πιο πιθανό είναι πως δεν θα γίνει το ίδιο και μ’ εσένα. Είδα μια σαπουνόφουσκα να περνάει έξω από το παράθυρό μου, χοντρή και τρεμουλιαστή· την είδα να φουσκώνει κι άλ­ λο και να γίνεται γαλαζωπή, στο χρώμα που παίρνουν πάντα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=