Γιοι και εραστές

Γ Ι Ο Ι ΚΑ Ι Ε Ρ ΑΣ Τ Ε Σ 29 «Ογδόντα λίρες! Αυτό σημαίνει ότι χρωστάμε άλλες σαρά­ ντα δύο λίρες!» «Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό». «Μα πού πήγαν τα λεφτά;» «Άμα ψάξεις, θα βρεις όλα τα χαρτιά, νομίζω. Βάλε και δέκα λίρες που μου χρώσταγε και έξι λίρες που κόστισε η γιορτή για τον γάμο εδώ πέρα». «Έξι λίρες!» επανέλαβε η Γκέρτρουντ Μορέλ. Της φάνηκε τρομερό που, ενώ ο πατέρας της είχε πληρώσει αδρά για τον γάμο της, είχαν ξοδευτεί έξι λίρες επιπλέον για φαγοπότι στο πατρικό του Γουόλτερ εις βάρος του. «Και πόσα έχει δώσει για τα σπίτια του;» ρώτησε. «Τα σπίτια του; Ποια σπίτια του;» Τα χείλη της Γκέρτρουντ Μορέλ άσπρισαν. Της είχε πει ότι το σπίτι που μένανε και το διπλανό ήταν δικά του. «Νόμιζα ότι το σπίτι που μένουμε…» έκανε να πει. «Δικά μου είναι αυτά τα δύο σπίτια» διευκρίνισε η πεθερά. «Και δεν τα ’χω ξοφλήσει ακόμη. Ίσα που καταφέρνω να πλη­ ρώνω τους τόκους της υποθήκης». Η Γκέρτρουντ κάθισε πανιασμένη και αμίλητη. Αυτή τη στιγμή ήταν ο πατέρας της. «Τότε, πρέπει να σας καταβάλλουμε ενοίκιο» είπε παγερά. «Μου δίνει ενοίκιο ο Γουόλτερ» την ενημέρωσε η μητέρα. «Πόσα;» ρώτησε η Γκέρτρουντ. «Έξι σελίνια κι έξι πένες τη βδομάδα» απάντησε. Ήταν περισσότερα απ’ όσα άξιζε το σπίτι. Η Γκέρτρουντ κράτησε το κεφάλι ψηλά και κάρφωσε το βλέμμα της ευθεία μπροστά. «Είσαι τυχερή» συνέχισε η ηλικιωμένη δηκτικά «που ο άντρας σου ασχολείται με ό,τι έχει να κάνει με τα λεφτά κι εσύ δεν έχεις έγνοιες». Η νεαρή σύζυγος παρέμεινε αμίλητη.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=