Γιοι και εραστές

D . H . L AWR ENCE 28 «Και τι μ’ αυτό; Θα σου φτιάξω μια παρόμοια, αν όχι ολό­ ιδια». Δεν την πείραζε η ακαταστασία, ούτε το σφυροκόπημα κι ο θόρυβος. Αρκεί που ήταν απασχολημένος και χαρούμενος. Αλλά τον έβδομο μήνα, εκεί που βούρτσιζε το καλό του πανωφόρι, ψηλάφισε κάτι χαρτιά στο μπροστινό τσεπάκι και, κυριευμένη από ξαφνική περιέργεια, τα έβγαλε να τα διαβά­ σει. Ο άντρας της σπάνια φορούσε τη ρεντιγκότα με την οποία είχε παντρευτεί και την κυρία Μορέλ ποτέ άλλοτε δεν την είχε πιάσει περιέργεια για τα χαρτιά. Ήταν οι λογαριασμοί για τα έπιπλα, απλήρωτοι ακόμη. «Για δες εδώ» του είπε το βράδυ, αφού εκείνος πλύθηκε κι έφαγε. «Τα βρήκα στην τσέπη του γαμπριάτικού σου. Δεν έχεις τακτοποιήσει ακόμη τους λογαριασμούς;» «Όχι, δεν πρόλαβα». «Μα μου είπες πως ήταν όλα πληρωμένα. Θα πρέπει να πάω στο Νότιγχαμ το Σάββατο να τα τακτοποιήσω. Δεν μου αρέσει να κάθομαι σε καρέκλες αλλουνού και να τρώω σε ανεξόφλητο τραπέζι». Δεν της απάντησε. «Μπορώ να πάρω το βιβλιάριό σου, έτσι δεν είναι;» «Μπορείς, αλλά και τι να το κάνεις;» «Μα νόμιζα…» Της είχε πει ότι είχε αρκετά λεφτά στην άκρη, κατάλαβε όμως ότι δεν είχε νόημα να κάνει ερωτήσεις. Κάθισε σφιγμένη από τη στενοχώρια και την αγανάκτηση. Την επόμενη μέρα πήγε να επισκεφτεί τη μητέρα του. «Εσείς δεν πήγατε ν’ αγοράσετε τα έπιπλα του Γουόλτερ;» τη ρώτησε. «Ναι» απάντησε κοφτά η ηλικιωμένη γυναίκα. «Και πόσα σας έδωσε για να τα πληρώσετε;» Εκείνη θίχτηκε. «Ογδόντα λίρες, αν θες τόσο πολύ να μάθεις» απάντησε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=