Γιοι και εραστές
D . H . L AWR ENCE 22 ήταν δεκαεννιά, έκανε τη διαδρομή από την εκκλησία στο σπίτι παρέα με τον Τζον Φιλντ. Ήταν ο γιος ενός ευκατάστα του εμπόρου, είχε σπουδάσει στο Λονδίνο και σκόπευε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις. Θυμόταν πάντοτε με κάθε λεπτομέρεια ένα κυριακάτικο απομεσήμερο του Σεπτέμβρη που είχαν κάτσει κάτω απ’ την κληματαριά πίσω από το σπίτι του πατέρα της. Ο ήλιος περ νούσε ανάμεσα από τα αμπελόφυλλα δημιουργώντας πανέ μορφα σχέδια, σαν δαντελένιο σάλι που τους σκέπαζε. Κάποια από τα φύλλα ήταν κατακίτρινα, έμοιαζαν με επίπεδα λου λούδια. «Κάτσε ακίνητη» της είχε πει εκείνος. «Τα μαλλιά σου… δεν έχω λόγια! Λάμπουν χρυσοκόκκινα, σαν λιωμένος χαλκός με χρυσές κλωστές εκεί όπου πέφτει ο ήλιος. Παράξενο που λένε ότι είναι καστανά. Η ίδια η μητέρα σου περιγράφει το χρώμα τους ως “ποντικί”». Τον είχε κοιτάξει ίσια στα λαμπερά του μάτια, ωστόσο το καθαρό της πρόσωπο ελάχιστα πρόδιδε τη χαρά που ένιωθε μέσα της. «Λες ότι δεν σου αρέσουν οι επιχειρήσεις» συνέχισε την κουβέντα τους. «Όντως δεν μου αρέσουν. Τις απεχθάνομαι!» φώναξε εκεί νος με πάθος. «Και θα ήθελες να γίνεις κληρικός» του είπε με θέρμη. «Ναι. Θα μου άρεσε πολύ, νομίζω πως θα μπορούσα να γίνω πρώτης τάξεως ιεροκήρυκας». «Τότε, γιατί δεν το κάνεις; Γιατί; » Η φωνή της ήταν γεμάτη αψηφισιά. «Αν ήμουν εγώ άντρας, τίποτα δεν θα μ’ εμπόδιζε». Κρατούσε το κεφάλι της στητό. Εκείνος ήταν κάπως μαζε μένος μπροστά της. «Ο πατέρας μου είναι αγύριστο κεφάλι. Το ’χει σκοπό να με βάλει στις επιχειρήσεις και ξέρω ότι θα το κάνει».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=