Γιοι και εραστές

D . H . L AWR ENCE 20 «Α! Με περίμενες, γυναίκα μου; Είπα να βοηθήσω λιγου­ λάκι τον Άντονι, και τι λες να μου ’δωσε; Μισή παλιοκορόνα, κι αυτό είν’ όλο…» «Ε, θα πιστεύει ότι τα υπόλοιπα τα ήπιες σε μπίρες» είπε εκείνη κοφτά. «Κι όμως, δεν τα ήπια. Πίστεψέ με, πολύ λίγο ήπια σήμε­ ρα». Ο τόνος του έγινε τρυφερός. «Να, σου ’φερα κι ένα πουράκι γεμιστό με κρέμα και μια καρύδα για τα παιδιά». Άφησε το πουράκι και την καρύδα, ένα μαλλιαρό πράγμα, πάνω στο τραπέζι. «Αλλά εσύ δεν έχεις πει φχαριστώ για τί­ ποτα στη ζωή σου, ε;» Σε μια κίνηση συμβιβασμού, εκείνη έπιασε την καρύδα και την κούνησε να δει αν είχε γάλα μέσα. «Καλή είναι, μη σε νοιάζει. Την πήρα απ’ τον Μπιλ Χό­ τζκισον. “Μπιλ” του λέω“κανείς δεν τις θέλει αυτές τις τρεις καρύδες, μου φαίνεται. Δεν μου δίνεις μία για το παιδί και την τσούπρα μου;”. “ Έγινε, Γουόλτερ, παλικάρι μου” λέει εκείνος“πάρε όποια σου κάνει κέφι”. Κι έτσι διάλεξα μια και τον ευχαρίστησα. Δεν ήθελα να την κουνήσω μπροστά του, αλλά εκείνος είπε:“Για τσέκαρε αν είναι καλή, Γουόλτ”. Έτσι κατάλαβα ότι ήταν καλή. Καλό παιδί ο Μπιλ Χότζκισον, καλό παιδί». «Άμα έχει πιει κανείς, τα πάντα μπορεί να σου δώσει. Κι ήσουν κι εσύ πιωμένος» είπε η κυρία Μορέλ. «Ποιον λες πιωμένο, βρε παλιοθήλυκο; Για πες μου να ξέρω!» ξεσπάθωσε οΜορέλ. Ήταν εξαιρετικά ικανοποιημένος με τον εαυτό του επειδή βοηθούσε όλη μέρα στο Μουν εντ Σταρς. Και συνέχισε τη φλυαρία του. Η κυρία Μορέλ, πολύ κουρασμένη κι έχοντας βαρεθεί τις ασυναρτησίες του, πήγε για ύπνο όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κάποια στιγμή που εκείνος σκάλιζε τη φωτιά. Η κυρία Μορέλ καταγόταν από μια παλιά καλή αστική οι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=