Γιοι και εραστές

Γ Ι Ο Ι ΚΑ Ι Ε Ρ ΑΣ Τ Ε Σ 19 τω από τους θάμνους. Έναν νεαρό τον πήρε η κατηφόρα στο απότομο τέρμα του λόφου και έσκασε με τα μούτρα στην πόρτα του φράχτη. Η κυρία Μορέλ ρίγησε. Ο νεαρός σηκώ­ θηκε βλαστημώντας χυδαία σαν να του ’φταιγε ο φράχτης, θέαμα κάπως θλιβερό. Η κυρίαΜορέλ μπήκε μέσα συλλογιζόμενη αν θα άλλαζαν ποτέ τα πράγματα. Είχε αρχίσει πια να συνειδητοποιεί πως δεν θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Τα νεανικά της χρόνια τής φαίνονταν τώρα τόσο μακρινά, που αναρωτιόταν αν αυτή η γυναίκα που περπατούσε βαριά στον πίσω κήπο του σπιτιού στο Μπότομς ήταν το ίδιο κορίτσι που δέκα χρόνια πριν έτρε­ χε τόσο ανάλαφρα στην προκυμαία του Σίρνες. «Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτό;» μονολόγησε. «Τι σχέση έχω με όλα αυτά; Ακόμα και με το παιδί που θ’ αποκτήσω! Είναι σαν να μη με έλαβε κανείς υπόψη του». Μερικές φορές η ζωή αρπάζει κάποιον, παρασέρνει το σώμα του, εκπληρώνει τη μοίρα του, και παρ’ όλα αυτά φα­ ντάζει σαν κάτι μη πραγματικό, σαν να έγιναν όλα ερήμην. «Περιμένω» είπε η κυρία Μορέλ στον εαυτό της «όλο πε­ ριμένω, και αυτό που περιμένω δεν θα έρθει ποτέ». Συγύρισε την κουζίνα, άναψε τη λάμπα, συδαύλισε τη φω­ τιά, ξεδιάλεξε τα ρούχα για την μπουγάδα της επόμενης μέρας και τα έβαλε να μουλιάσουν. Μετά έκατσε να συνεχίσει το ράψιμό της. Για ώρες το βελόνι της ανεβοκατέβαινε με στα­ θερό ρυθμό πάνω στο ύφασμα. Καμιά φορά αναστέναζε και άλλαζε θέση για να ανακουφιστεί. Και συνέχεια σκεφτόταν πώς να αξιοποιήσει με τον βέλτιστο τρόπο ό,τι είχε στη διά­ θεσή της για το καλό των παιδιών. Στις έντεκα και μισή ήρθε ο άντρας της. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα και γυάλιζαν πάνω από το μαύρο μουστά­ κι του. Το κεφάλι του έγερνε λιγάκι στο πλάι. Ήταν ικανοποιη­ μένος με τον εαυτό του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=