Γιοι και εραστές

D . H . L AWR ENCE 18 γιος και το κοριτσάκι της κοιμόνταν στο επάνω πάτωμα, κι έτσι το σπίτι τής φαινόταν να ορθώνεται πίσω της τακτοποιη­ μένο και σταθερό. Στενοχωριόταν όμως για το παιδί που βρι­ σκόταν καθ’ οδόν. Ο κόσμος τής φαινόταν θλιβερός, ένα μέ­ ρος όπου δεν μπορούσε να περιμένει τίποτε άλλο, τουλάχιστον μέχρι να μεγαλώσει ο Γουίλιαμ. Για την ίδια δεν υπήρχε τίπο­ τα πέρα απ’ αυτήν τη θλιβερή εγκαρτέρηση μέχρι να μεγαλώ­ σουν τα παιδιά. Αχ, τα παιδιά! Δεν την έπαιρνε οικονομικά γι’ αυτό το τρίτο παιδί. Δεν το ήθελε. Ο πατέρας του σέρβιρε μπίρες στην παμπ για να μπορεί να μεθοκοπάει. Τον μισούσε, όμως ήταν δεμένη χειροπόδαρα. Αυτό το παιδί που περίμενε παραπήγαινε πια, δεν το άντεχε. Αν δεν ήταν ο Γουίλιαμ και η Άνι… Είχε βαρεθεί να παλεύει με τη φτώχεια και την ασχή­ μια και την ποταπότητα. Πήγε στον μπροστινό κήπο, νιώθοντας πολύ βαριά για να βγει έξω, αλλά μην μπορώντας να κάτσει μέσα. Η ζέστη την έπνιγε. Και, κοιτάζοντας μπροστά, οι προοπτικές της ζωής της την έκαναν να νιώθει θαμμένη ζωντανή. Ο μπροστινός κήπος ήταν μικρός, τετράγωνος, μ’ έναν φράχτη από λιγούστρα. Στάθηκε εκεί προσπαθώντας να ηρε­ μήσει με το άρωμα των λουλουδιών και το θέαμα του όμορφου σούρουπου. Απέναντι από τη μικρή της αυλόπορτα βρισκόταν το μονοπάτι απ’ όπου ανέβαινες στον λόφο, κάτω από τους ψηλούς θαμνοφράχτες που χώριζαν τους φλογισμένους θερι­ σμένους αγρούς. Ο ουρανός από πάνω της παλλόταν από τις διακυμάνσεις του φωτός. Σύντομα κάθε λάμψη χάθηκε από το χωράφι, το έδαφος και οι θάμνοι βυθίστηκαν στο γκρίζο μούχρωμα. Καθώς το σκοτάδι απλωνόταν, μια ροδαλή φωταύ­ γεια στεφάνωσε τον λόφο κι από μέσα της ανέβαινε ο αχός του πανηγυριού που καταλάγιαζε. Μερικές φορές οι άντρες γύριζαν τρεκλίζοντας στο σπίτι μέσα από τη σκοτεινή συρμή που σχημάτιζε το μονοπάτι κά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=