Γιοι και εραστές

Γ Ι Ο Ι ΚΑ Ι Ε Ρ ΑΣ Τ Ε Σ 17 εγκαταλείψει το πανηγύρι. Την ώρα που εκείνη περνούσε μπροστά από την παμπΜουν εντ Σταρς άκουσε αντρικές φω­ νές, μύρισε την μπίρα και τάχυνε το βήμα της, αναλογιζόμε­ νη ότι μάλλον και ο άντρας της θα ήταν εκεί. Κατά τις έξι και μισή γύρισε ο γιος της, κουρασμένος, κάπως χλωμός και στενοχωρημένος. Και, παρότι ο ίδιος δεν το ήξερε, η στενοχώρια του οφειλόταν στο ότι την είχε αφήσει να φύγει. Μετά το φευγιό της δεν το είχε ευχαριστηθεί το πανηγύρι. «Ήρθε ο μπαμπάς μου;» ρώτησε. «Όχι» απάντησε η μητέρα. «Βοηθάει στο σερβίρισμα στο Μουν εντ Σταρς. Τον είδα μέσα από εκείνο το μαύρο μεταλλικό πλέγμα στο παράθυρο, είχε τα μανίκια σηκωμένα». «Χα!» αναφώνησε η μητέρα. «Δεν έχει μία. Και θα ’ναι μια χαρά ικανοποιημένος αν πάρει το μερτικό του, είτε τον πλη­ ρώσουν κατιτί είτε όχι». Όταν πήρε να σκοτεινιάζει και η κυρία Μορέλ δεν έβλεπε πια για να συνεχίσει το ράψιμο, σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα. Από παντού έρχονταν οι ήχοι της γιορτής, μια έξαψη πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, που στο τέλος την επηρέασε και την ίδια. Βγήκε στον πλαϊνό κήπο. Γυναίκες γυρνούσαν από το πανηγύρι, με τα παιδιά τους να κρατάνε στην αγκαλιά ένα άσπρο αρνάκι με πράσινα πόδια ή ένα ξύλινο αλογάκι. Πού και πού περνούσε τρεκλίζοντας κάποιος άντρας που ’χε πιει τ’ άντερά του, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις καλών συζύγων που επέστρεφαν με την οικογένειά τους ήσυχα κι ωραία. Συ­ νήθως όμως οι γυναίκες και τα παιδιά ήτανε μόνοι τους. Κα­ θώς έπεφτε το σούρουπο, οι μανάδες που είχαν μείνει στο σπίτι στέκονταν στις γωνιές του δρόμου κουτσομπολεύοντας, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τις λευκές ποδιές τους. Η κυρία Μορέλ ήταν μόνη, αλλά το ’χε πια συνηθίσει. Ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=