Γιοι και εραστές

D . H . L AWR ENCE 16 και πήγε ν’ αγοράσει στην Άνι μαλλί της γριάς. Εκείνη τη στιγμή ο μικρός ήρθε και στάθηκε μπροστά της γεμάτος έξαψη. «Δεν μου είπες ότι θα έρθεις… είδες τι πολλά πράγματα που έχει… ένα λιοντάρι που έχει σκοτώσει τρεις ανθρώπους… τις χάλασα τις δύο πένες μου… και κοίτα δω». Έβγαλε από την τσέπη του δύο αυγοθήκες με ζωγραφιστά ροζ τριαντα­ φυλλάκια. «Τις κέρδισα εκεί που πρέπει να βάλεις τους βόλους στις τρύπες. Και τις πήρα με δύο μόνο προσπάθειες –μία πέ­ να η φορά–, έχουν τριανταφυλλάκια πάνω, κοίτα. Ήθελα να τις κερδίσω». Ημητέρα κατάλαβε ότι τις ήθελε για να τις χαρίσει σ’ εκείνη. «Χμ!» έκανε ευχαριστημένη. «Είναι πολύ όμορφες». «Θα τις πάρεις εσύ, γιατί φοβάμαι μην τις σπάσω;» Τώρα που είχε έρθει εκείνη, ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του, την οδηγούσε αποδώ κι αποκεί, θέλοντας να της δείξει τα πάντα. Στο στερεοσκόπιο εκείνη άρχισε να του εξηγεί τις εικόνες σαν να του αφηγούνταν μια ιστορία κι εκείνος άκουγε μαγεμένος. Δεν έφυγε λεπτό από κοντά της. Ήταν κρεμασμένος πάνω της, γεμάτος περη­ φάνια, όπως είναι συνήθως τα αγοράκια με τις μανάδες τους. Γιατί καμία άλλη γυναίκα δεν έδειχνε τόσο κυρία όσο εκείνη, με το μαύρο καπελίνο της και την κάπα της. Η μητέρα χαμο­ γελούσε όποτε έβλεπε κάποια γνωστή της. Όταν κουράστηκε πια, είπε στον γιο της: «Λοιπόν, θα ’ρθεις σπίτι τώρα ή πιο μετά;». «Φεύγεις κιόλας;» φώναξε το παιδί δυσαρεστημένο. «Τι “κιόλας”; Περασμένες τέσσερις είναι». «Γιατί φεύγεις από τώρα;» τη ρώτησε παραπονεμένο. «Δεν χρειάζεται να ’ρθεις αν δεν θέλεις» είπε εκείνη. Και απομακρύνθηκε με το κοριτσάκι της περπατώντας αργά, ενώ ο γιος της στεκόταν και την κοίταζε με την καρδιά του να πονάει που την άφηνε να φύγει, αλλά ανίκανος να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=