Γιοι και εραστές

Γ Ι Ο Ι ΚΑ Ι Ε Ρ ΑΣ Τ Ε Σ 15 Το παιδί άρχισε να στρώνει βιαστικά το τραπέζι και αμέσως οι τρεις τους κάθισαν. Έτρωγαν πουτίγκα με μαρμελάδα, όταν το παιδί πετάχτηκε όρθιο και κοκάλωσε. Από κάπου μακριά ακούστηκε ένα σάλπισμα και οι πρώτοι ήχοι ενός καρουζέλ. Το πρόσωπό του συσπάστηκε καθώς κοίταξε τη μητέρα του. «Σ’ το ’πα εγώ!» Κι έτρεξε στον μπουφέ να πάρει την τρα­ γιάσκα του. «Πάρε την πουτίγκα σου στο χέρι – και η ώρα είναι ακόμη μία και πέντε, άρα εσύ έκανες λάθος – δεν τις πήρες τις δύο πένες σου!» φώναξε με μια ανάσα η μητέρα. Το παιδί γύρισε, φριχτά απογοητευμένο, να πάρει τις δύο πένες του κι ύστερα έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. «Θέλω να πάω, θέλω να πάω» τσίριξε η Άνι κι άρχισε να κλαίει. «Θα πας, βρε γκρινιάρικο, μην κλαψουρίζεις!» είπε η μη­ τέρα. Αργότερα το απομεσήμερο ανηφόρισε με το παιδί της τον λόφο, κάτω από τον ψηλό θαμνοφράχτη. Τα χωράφια ήταν θερισμένα και τα ζωντανά είχαν αφεθεί να βοσκήσουν ελεύ­ θερα τη χαμηλή βλάστηση. Είχε ζέστη και ησυχία. Στην κυρία Μορέλ δεν άρεσαν αυτές οι γιορτές. Υπήρχαν δύο καρουζέλ, το ένα κινούνταν με ατμό, το άλλο το έσερνε ένα πόνι. Τρεις λατέρνες έπαιζαν, ενώ πού και πού ακούγονταν πιστολιές, το ανατριχιαστικό κροτάλισμα της ροκάνας του άντρα πίσω από τον πάγκο όπου μπορούσες να δοκιμάσεις το σημάδι σου στις καρύδες, οι φωνές του υπευθύνου στο παι­ χνίδι όπου στόχευες ένα ανδρείκελο, τη λεγόμενη «Θεία Σάλι», και τα ξελαρυγγιάσματα της γυναίκας που διαφήμιζε το στε­ ρεοσκόπιο. Η μητέρα είδε τον γιο της να κοιτάζει μαγεμένος έξω από ένα κιόσκι τις φωτογραφίες του διάσημου λιονταριού με το όνομα Γουάλας, που είχε σκοτώσει έναν νέγρο και είχε αφήσει σακάτηδες δύο λευκούς. Τον άφησε στην ησυχία του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=