Γιοι και εραστές
D . H . L AWR ENCE 14 Ήταν τριάντα ενός ετών και οχτώ χρόνια παντρεμένη. Σχε τικά μικροκαμωμένη, με ντελικάτο σκαρί μα αγέρωχη στάση, απογοητεύτηκε λίγο από την πρώτη της επαφή με τις γυναίκες του Μπότομς. Μετακόμισε τον Ιούλιο, και τον Σεπτέμβριο περίμενε το τρίτο της παιδί. Ο άντρας της ήταν ανθρακωρύχος. Δεν είχαν κλείσει στο καινούργιο τους σπίτι ούτε τρεις εβδομάδες όταν άρχισε η ετήσια καλοκαιρινή πανήγυρη. Ήταν σίγουρη ότι ο Μορέλ θα το γλεντούσε. Την ημέρα της γιορτής, Δευτέρα, έφυγε νωρίς νωρίς το πρωί. Τα δύο παιδιά ήταν κατενθουσιασμένα. Ο Γουί λιαμ, ένα εφτάχρονο αγοράκι, έτρεξε αμέσως μετά το πρωινό του στο πανηγύρι για να δει τι γινόταν, αφήνοντας την πεντά χρονη Άνι να κλαψουρίζει όλο το πρωί επειδή ήθελε να πάει κι εκείνη. Η κυρίαΜορέλ όμως είχε τις δουλειές της να κάνει. Ακόμη δεν ήξερε καλά τις γειτόνισσες, δεν είχε κανέναν που να μπορούσε να του εμπιστευτεί το κοριτσάκι. Της υποσχέ θηκε να την πάει στο πανηγύρι μετά το μεσημεριανό. Ο Γουίλιαμ γύρισε στις δώδεκα και μισή. Ήταν ένα αγο ράκι γεμάτο ζωή, ξανθομάλλικο και με φακίδες – είχε κάτι πάνω του που θύμιζε Δανό ή Νορβηγό. «Μπορώ να φάω, μητέρα;» φώναξε μπαίνοντας φουριόζος χωρίς να βγάλει την τραγιάσκα του. «Γιατί ο κύριος είπε ότι αρχίζει μία και μισή». «Μπορείς να φας όταν θα είναι έτοιμο» απάντησε η μητέρα. «Δεν είναι έτοιμο ακόμη;» Την κοίταξε με τα γαλανά του μάτια γεμάτα αγανάκτηση. «Τότε, θα πάω νηστικός». «Ούτε να το σκέφτεσαι. Θα ’ναι έτοιμο σε πέντε λεπτά. Δώδεκα και μισή είναι ακόμη». «Μα θ’ αρχίσουν!» φώναξε το παιδί παραπονεμένο. «Δεν θα γίνει και τίποτα αν αρχίσουν» του το ξέκοψε η μητέρα. «Άλλωστε είναι ακόμη δώδεκα και μισή, έχεις μία ώρα γεμάτη».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=