Για μια συντροφιά ανάμεσά μας

1 Τι ήταν ετούτο το κακό; Έβρεχε ασταμάτητα εβδομάδες τώρα στη Στεφανόπολη, αλλά και σ’ όλα τα Καρπάθια. Η πόλη με τις δεκαοχτώ χιλιάδες ψυχές και τις σαράντα τρεις συντεχνίες –αυτή που οι Σάξονες ονόμαζαν Κρόνενστατ και οι Τρανσυλβανοί Μπρασόφ, όπως κι οι Μολδαβοί κι οι Βλά- χοι–, χωρίς εχθρούς, πανούκλα ή χολέρα, ένιωθε και πάλι πολιορκημένη, έτοιμη να γονατίσει. Μπόρες και καταιγίδες απ’ τα δυτικά, και σαν αργαλειός που υφαίνει αδιάκοπα να απλώνεται το ψιλοβρόχι. Η απότομη βουνοπλαγιά της Τσίνε κρεμόταν απειλητική πάνω από την πόλη και έστελνε τα νερά της να την πνίξει. Από τα ψηλά της δυτικής πύλης της Αικατερίνης δύο χείμαρροι διέσχιζαν την πόλη δεξιά και αριστερά της κεντρικής πλατείας και χύνονταν στην ανατο- λική τάφρο, που είχε γίνει πια σωστό ποτάμι. Τα βουνά, τα γύρω δάση, όγκοι σκοτεινοί, σχεδόν συμπαγείς, δύσκολα ξεχώριζαν ακόμα και οι δενδροκορφές τους. Η πόλη σφιχτα- γκαλιασμένη μέσα στα παμπάλαια τείχη της, μουντή και μελαγχολική, να αντέχει, όμως να εξαντλούνται πια απ’ την υπομονή οι αντοχές της. Βουβαίνονταν πλατείες και σοκάκια, αναστέναζε και βα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=