Για μια συντροφιά ανάμεσά μας

14 ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ 1794– η απογευματινή ψύχρα θύμιζε χειμωνιάτικη, όμως ο ήλιος ευτυχώς αργούσε ακόμη να χαμηλώσει. Σταμάτησε απότομα το ψιλοβρόχι. Απλώθηκε το μουρ- μουρητό του απόβροχου πάνω από τη σιωπή της πόλης. Ξεχώρισαν κάποια λούκια να στραγγίζουν κι εδώ κι εκεί στα χαμηλά να κελαρύζουνε ρυάκια. Άρχισε να σηκώνεται αργά το θρόισμα μιας φυλλωσιάς. Ακούστηκε ξαφνικά ένα ξεπέ- ταγμα κι ένα σμήνος από μικρά πουλιά πετάρισε, εγκατα- λείποντας μια αιωνόβια δρυ όπου ήταν κουρνιασμένα. Άρ- χισαν σαν σύννεφο τρελό ν’ αλλάζουν σχήμα διαρκώς και να απομακρύνονται προς το άνοιγμα του ουρανού. Πετάχτη- κε ξοπίσω τους μια κίσσα, που άρχισε να πετά πάνω απ’ την πλατεία και να κράζει, μα κανέναν δεν συγκίνησε, δεν φά- νηκε να ξεμυτά ψυχή στον δρόμο. Η κίσσα ξεθάρρεψε προς στιγμή, έκανε μια γρήγορη βόλτα πάνω από τον αυλόγυρο της εκκλησίας, πέρασε σχεδόν ξυστά μπροστά από το παρά- θυρο του Θεοφάνη και πέταξε να κρυφτεί στο καμπαναριό. Ο Θεοφάνης, βουλιαγμένος στην ξύλινη πολυθρόνα του γαμπινέτου * του, θύμιζε με τον ράθυμο όγκο του μάλλον ξεχασμένο μπόγο. Στραμμένος στο παράθυρο, απολάμβανε το θέαμα, τα χρώματα του τόξου που έφτιαχνε το φως με τις σταγόνες της βροχής. Αραιά και πού κατέβαζε μια γουλιά από το δίκταμό του ή ρουφούσε τη μακρύλαιμη ακριβή του πίπα. Την προτιμούσε σε ώρες ψυχαγωγίας ή ραστώνης, που δεν ήταν πάντως και πολλές, για να λέμε και του Θεού την * Ο χώρος του γραφείου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=