Για μια συντροφιά ανάμεσά μας

ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ 13 να. Το νερό να σουρώνει από παντού. Μέσα κι έξω από τους τοίχους, τις εξώθυρες, τα παράθυρα, τις καπνοδόχες. Απ’ το πανύψηλο καμπαναριό και τη δίρριχτη μαυριδερή σκεπή της Μαύρης Εκκλησίας, μαύρης από την κάπνα της πυρκαγιάς πριν από εκατό χρόνια, έτρεχε στις πέτρινες υδρορροές, που έδεναν σαν κομποσκοίνι στο μέτωπό της, μπούκωνε στις απολήξεις τους και πεταγόταν σαν να ’βγαινε από σιντριβά- νι. Από ψηλά, από χαμηλά, να τρέχουν τα νερά στ’ αυλάκια, να κυνηγούν ανθρώπους, καλικάντζαρους, ποντίκια. Εκείνο το απόγευμα της Κυριακής λαμπύριζαν απρόσμε- να τ’ απανταχού νερά, καθώς κάτω από τον μπλαβή ασήκω- το ουρανό μια χαραμάδα πάνω απ’ τη βουνοκορφή άφηνε σαν λόγχες του ήλιου τις αχτίδες να πλαγιοκοπούνε με το δυνατό φως τους την κοιλάδα, τα φουντωμένα δάση απ’ τις οξιές στα υψώματα και τη μικρή πολιτεία στην αγκαλιά τους. Χρύσιζαν ξαφνικά τα τζαμιλίκια των σπιτιών που το δεχό- ντουσαν καταπρόσωπο και το αντανακλούσαν. Έλαμπε η Μαύρη Εκκλησία, όλη σαν μια υδάτινη επιφάνεια απ’ τα νερά που πάνω της γλιστρούσαν και γυαλοκοπούσαν στο γλυκό φως του ήλιου. Ολοφώτεινες οι πρασινάδες σε τόσες αποχρώσεις, όπου τύχαινε αχτίδα ήλιου να τις αναδείξει απ’ τον μουντό περίγυρό τους. Οι αγελάδες σκόρπιες στα ξέφω- τα και στα λιβάδια, αίφνης ακίνητες με το κεφάλι στραμμέ- νο προς τη δύση. Το άνοιγμα στον ουρανό μεγάλωνε. Το φως ξεχυνόταν όλο και πιο γλυκό, διαπερνώντας τα διαβατάρικα ποτιστήρια της βροχής, κι άπλωνε τα χρώματα της ίριδας άτακτα πάνω από τα δάση. Αρχές Ιουνίου –Ιούνιος του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=