Για μια συντροφιά ανάμεσά μας

12 ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ Διεμήνυαν ότι ακόμα πιο ψηλά, στα σκοτεινά περάσματα του δάσους για το Ρόζεναου, εκεί που του ήλιου οι αχτίδες δεν άγγιζαν τις φουντωμένες άγριες φτέρες, τελώνια και νεράιδες –άλλοι μιλούσανε απλώς για έξυπνους ληστές– έκαναν πάλι καρτέρι. Οι νοικοκυρές να κοπανούν τα γουδοχέρια, να συναγω- νίζονται η μια την άλλη σε ξόρκια, όσο οι μπουγάδες γάρια- ζαν στριμωγμένες στα δώματα κάτω από τις στέγες των σπιτιών. Τα ίδια στα δώματα του υφαντουργείου με τα τερά- στια ανοίγματά του έκθετα στον καθαρό αέρα και μέρες τώρα στη βροχή. Αραιά και πού πρόσωπα χλωμά σήκωναν τα δαντελωτά κουρτινάκια και κοιτούσαν πίσω από τα τζάμια συνοφρυωμένα, ψάχνοντας στον ουρανό ένα σημάδι για να ελπίσουν, ή έστω απέλπιδες να κάνουν τον σταυρό τους. Και κάθε τόσο εδώ κι εκεί, κάποιοι γονατιστοί, άλλοι σκυμμένοι με την απόγνωση στα χείλη, ν’ αδειάζουν βιαστικά το νερό που είχε πλημμυρίσει τα υπάρχοντά τους. Το βράδυ έσβηναν οι βηματισμοί από νωρίς στους δρό- μους. Οι νυχτοφύλακες αραίωσαν, δεν έβγαιναν πια για νυ- χτερινή περιπολία. Άναβαν με το ζόρι το απόβραδο τους λιγοστούς λύχνους της κεντρικής πλατείας και εγκατέλει- παν πάραυτα όσους δεν είχαν άλλο λάδι. Τη νύχτα τ’ αστρο- πελέκια φώτιζαν, καθώς ησύχαζε, την πόλη σαν να ’ταν στοιχειωμένη και τρομοκρατούσαν με μπουμπουνητά ξύ- πνιους και κοιμισμένους. Βουβαίνονταν τα νυχτοπούλια κι οι νυχτερίδες γιόρταζαν στο βασίλειό τους. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου, η ίδια παντού εικό-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=