Για μια συντροφιά ανάμεσά μας

ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ 11 Το φουντωμένο γρασίδι βούρκωνε από το πολύ νερό, η γης βούλιαζε κάτω από το πέλμα. Τα λιθόστρωτα στα ισώ- ματα πλημμύριζαν, ξεχώριζαν σαν νησίδες σε υδάτινες επι- φάνειες, που απλώνονταν και φούσκωναν συνέχεια. Μικροί, μεγάλοι, πλούσιοι, φτωχοί να προχωρούν αδέξια, πηδώντας από τη μια στην άλλη ή προσπαθώντας να αποφύγουν τα ορμητικά ρυάκια που έτρεχαν στη βουλιαγμένη ραχοκοκα- λιά του δρόμου. Παπούτσια, μπότες, ποδόγυροι, μπαστού- νια, ό,τι κοντά στη γης λίγο ως πολύ πιτσιλισμένο, λασπω- μένο. Οι πλέον εύποροι ξεχώριζαν μόνο από τα αλεξιβρόχια και τα μεγάλα τους καπέλα. Μουσκεμένες μπέρτες, κάπες, πανωφόρια δεν προλάβαιναν όλη τη νύχτα να στραγγίσουν. Άψυχα και ζωντανά να περιμένουν κάθε σούρουπο την επο- μένη να στεγνώσουν. Τζάκια, φουφούδες, μπρούντζινες θερ- μοφόρες πολεμούσαν μάταια την υγρασία. Αρχές καλοκαι- ριού κι οι καπνοδόχες φουντωμένες. Άρχισαν να σώνονται τα αποθέματα στις ξυλαποθήκες, μα ποιος να πάει στο δάσος για να κόψει. Οι γύρω εξοχές ερημωμένες. Οι υλοτόμοι αρ- γομεθούσαν κατηφείς στα καπηλειά όλη τη μέρα. Οι πιο ξύπνιοι προέβλεπαν ότι όπου να ’ναι από τη δυνατή, την ασταμάτητη βροχή θα παρασύρονταν οι πλάκες των μνημά- των από το κατηφορικό κοιμητήριο του Αϊ-Νικόλα, ενώ οι πιο ευσεβείς κάνοντας τον σταυρό τους μάντευαν με σιγου- ριά ότι θα ξύπναγαν οι πεθαμένοι. Στο δημαρχείο έλεγαν πως λίγο πιο έξω, πρώτη φορά ανοιξιάτικα, είχαν αρκούδες ξεθαρρέψει. Όμως κανείς δεν εντυπωσιαζόταν όπως με τους ψιθύρους που έφθαναν από της Απολλώνιας απέναντί τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=