Για μια συντροφιά ανάμεσά μας

10 ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ ρυγκομούσε η αγορά. Απούλητες έμεναν τόσες πραμάτειες, άλλες μέχρι να φθάσουνε απ’ το Πλοέστι ή τη Βράιλα σάπι- ζαν απ’ την πολλή υγρασία. Αλεύρια και μπαχαρικά, σκόνες κάθε λογής, όλα μαζί σχεδόν μια λάσπη. Ψυχή να μην πα- τάει από το Βουκουρέστι. Η επικοινωνία με τη Βιέννα, τη Βούδα και την Πέστη είχε πια καταρρεύσει. Η ταχυδρομική άμαξα έφθανε με καθυστέρηση μέχρι τη Χέρμανστατ. Τα δρομολόγια από εκεί μέχρι τη Στεφανόπολη αβέβαια, εξαρ- τιόνταν μάλλον από την αποφασιστικότητα κάποιου πεισμα- τάρη αμαξηλάτη και το βαρύ πουγκί αυτού που θα τον άμει- βε για την αποκοτιά του. Αραιά και πού καρότσες κι άμαξες έτρεχαν στο λιθόστρω- το σαν από δαιμονικά κυνηγημένες, καμιά να μη σταματά μπροστά στο δημαρχείο, στη Μαύρη Εκκλησία ή στο πολυ- κατάστημα της Απολλώνιας Χίρσερ. Αργόσυρτα τα κάρα πά- λευαν με τη βροχή στην ανηφόρα και τρέκλιζαν ξεψυχισμέ- να στις λακκούβες. Οι τοξωτές αυλόθυρες σφαλισμένες προ- στάτευαν κάτω από τον θόλο τους τα άλογα με τις άμαξες ή τις καρότσες τους μέχρι να στεγνώσουν. Άλλα ζωντανά πιο τυχερά κούρνιαζαν σε κοτέτσια, σε στάβλους κι αχυρώνες. Οι έμποροι σε απόγνωση, οι άνθρωποι της γης σε πένθος κι οι χίλιοι διακόσιοι είκοσι επτά αρχιμάστορες έκαναν κάθε τόσο τον σταυρό τους, καθώς σιγόσβηναν στα εργαστήρια οι δουλειές τους. Μόνο δύο αλευρόμυλοι δούλευαν κουτσά στραβά τη μυλόπετρά τους για να μην πεινάσει ο κόσμος, καθώς και οι κηροποιοί, που δεν πρόφταιναν τη ζήτηση με τους συνηθισμένους ρυθμούς τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=