Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 17 «Εντάξει. Λοιπόν, ένα πρωί οι κάτοικοι ετοιμάζουν το πρωινό τους, ταΐζουν τις γάτες τους, ντύνονται για τη δου- λειά, όταν ο λόφος αρχίζει να τρέμει. Γίνεται σεισμός. Δεν έχουν ξανανιώσει ποτέ άλλον τόσο δυνατό. Οι τοίχοι πηγαί- νουν πέρα δώθε, φλιτζάνια γίνονται θρύψαλα, έπιπλα…» Η Αλιόνα σάρωσε με το βλέμμα τα χαλίκια δίπλα της, αλλά δεν υπήρχε κανένα ξεβρασμένο κλαδάκι για να το σπάσει. «Έπιπλα σπάνε. Τα μωρά κλαίνε στις κούνιες τους και οι μανάδες τους δεν μπορούν να πάνε κοντά τους. Δεν μπορούν καν να σταθούν όρθιες. Είναι ο μεγαλύτερος σει- σμός που έγινε ποτέ στη χερσόνησο». «Τους πλακώνουν τα σπίτια τους;» υπέθεσε η Σοφία. Η Αλιόνα κούνησε το κεφάλι της. Η πέτρα πάνω στην οποία ακουμπούσε της πίεζε το κρανίο. «Απλώς άκου. Ύστερα από πέντε λεπτά ο σεισμός στα- ματάει. Τους φαίνεται λες κι έχει περάσει ένας αιώνας. Τα μωρά συνεχίζουν να κλαίνε, αλλά οι άνθρωποι είναι πολύ χαρούμενοι. Σέρνονται ο ένας κοντά στον άλλον για ν’ αγκα- λιαστούν. Μπορεί να ράγισαν μερικά πεζοδρόμια, να έσπα- σαν μερικά καλώδια, αλλά εκείνοι τα κατάφεραν – έζησαν. Είναι πεσμένοι εκεί κρατώντας ο ένας τον άλλον, και τότε μέσα από τις τρύπες στα σημεία όπου ήταν τα παράθυρά τους βλέπουν αυτή τη σκιά». Η Σοφία δεν βλεφάρισε καν. «Είναι ένα κύμα. Δύο φορές σαν τα σπίτια τους». «Πάνω από το Ζαβόικο;» είπε η Σοφία. «Αυτό δεν γίνε- ται. Είναι πάρα πολύ ψηλά».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=