Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 15 Πρέπει να είχε βρει κάποιο καθαρό σημείο να καθίσει. Όλος ο εκνευρισμός που φούσκωνε μέσα στην Αλιόνα στράγγισε σαν νερό από μπανιέρα που της έβγαλαν την τάπα. «Βαριέμαι» είπε η Σοφία. Η Αλιόνα ξάπλωσε πίσω. Ο βράχος ήταν σκληρός στους ώμους της, κρύος στο κεφάλι της. «Έλα δω» είπε, και η Σοφία βγήκε από το νερό, προχώ- ρησε προσεκτικά προς το μέρος της και στριμώχτηκε δίπλα της. Οι πιο μικρές πέτρες τρίφτηκαν μεταξύ τους. Το αε- ράκι είχε αφήσει το σώμα της Σοφίας δροσερό σαν το έδα- φος. «Θες να σου πω μια ιστορία;» ρώτησε η Αλιόνα. «Ναι». Εκείνη έριξε μια ματιά στο τηλέφωνό της. Έπρεπε να γυρίσουν σπίτι στην ώρα τους για το βραδινό, αλλά ακόμη δεν ήταν ούτε τέσσερις. «Ξέρεις για την πόλη που την πήρε η θάλασσα;» «Όχι». Παρότι τόσο ανυπάκουη, η Σοφία μπορούσε κά- ποιες φορές να δείξει μεγάλη προσοχή. Το πιγούνι της ανασηκώθηκε και το στόμα της έκλεισε σφιχτά από τη συ- γκέντρωση. Η Αλιόνα έδειξε τους μακρινούς λόφους παραπέρα στην ακτή. Στα δεξιά τους τα δύο κορίτσια είχαν το κέντρο της πόλης, απ’ όπου είχαν έρθει περπατώντας το μεσημέρι · στ’ αριστερά τους, σημαδεύοντας το στόμιο του κόλπου, δέ- σποζαν εκείνοι οι μαύροι όγκοι. «Εκεί ήταν κάποτε». «Στο Ζαβόικο;» «Μετά το Ζαβόικο». Κάθονταν κάτω από την κορυφή

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=