Γη που χάνεται

J U L I A P H I L L I P S 14 τα κάγκελα. Οι σχισμοειδείς κόρες των ματιών του γύρισαν μέσα στις κόγχες τους. Αργότερα το ίδιο απόγευμα η Αλιό- να έσπρωξε μια ξετυλιγμένη καραμέλα γάλακτος μέσα από έναν συρμάτινο φράχτη προς το μέρος ενός λύγκα, που άρχισε να γρυλίζει ώσπου οι δύο αδελφές έκαναν πίσω. Η καραμέλα έμεινε πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα. Κι αυτή ήταν όλη κι όλη η επίσκεψη στον ζωολογικό. Όταν η μη- τέρα τους τους άφηνε χρήματα το πρωί προτού φύγει για τη δουλειά, η Αλιόνα και η Σοφία πήγαιναν στον κινημα- τογράφο κι ύστερα μοιράζονταν μια κρέπα μπανάνα-σο- κολάτα στο καφέ του δεύτερου ορόφου. Τις περισσότερες μέρες όμως χαζολογούσαν στην πόλη παρακολουθώντας τα σύννεφα της βροχής να μαζεύονται και το φως του ήλιου να παρατείνεται. Σιγά σιγά τα πρόσωπά τους μαύρισαν. Τα δύο κορίτσια έκαναν βόλτες με τα πόδια ή με τα ποδήλατά τους ή έρχονταν εδώ. Ενώ η Σοφία ισορροπούσε, η Αλιόνα κοίταξε κατά μήκος της ακτής. Ένας άντρας προχωρούσε προσεκτικά πάνω στα βράχια. «Κάποιος έρχεται» παρατήρησε η Αλιόνα. Η αδελφή της κατέβασε με δύναμη το πόδι της στο νερό και σήκωσε το άλλο. Μπορεί η Σοφία να μη νοιαζόταν ποιος θα την έβλε- πε να κάνει σαν χαζό, αλλά την Αλιόνα, που ήταν αναγκα- σμένη να τη συντροφεύει, την ένοιαζε. «Σταμάτα» επανέ- λαβε. Πιο δυνατά. Και με τις λέξεις να καίνε τώρα στο στόμα της: «ΣΤΑΜΑΤΑ». Η Σοφία σταμάτησε. Πιο πέρα στην άκρη του νερού ο άντρας είχε φύγει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=