Γη που χάνεται

J U L I A P H I L L I P S 12 τον Ειρηνικό, αφήνοντας πίσω τη Ρωσία για ν’ ανοιχτεί στον ωκεανό, εδώ όμως ημέρευε. Τους ανήκε. Με τα χέρια στους στενούς γοφούς, η Σοφία επιθεωρούσε: το πλάτος του κόλπου, τα βουνά στον ορίζοντα, τα λευκά φώτα της στρατιωτικής εγκατάστασης στην απέναντι ακτή. Τα χαλικάκια που πατούσαν οι δύο αδελφές ήταν θραύ- σματα από μεγαλύτερες πέτρες. Η Αλιόνα έγειρε σ’ έναν βράχο ίσαμε σακίδιο πεζοπορίας, ενώ η αποσαθρωμένη πλαγιά του λόφου του Αγίου Νικολάου υψωνόταν κάθετα ένα μέτρο πίσω της. Με το νερό από τη μια πλευρά κι ένα πέτρινο τείχος από την άλλη, είχαν περπατήσει σήμερα το μεσημέρι κατά μήκος της ακτής ώσπου βρήκαν αυτό το σημείο, καθαρό από μπουκάλια και φτερά, για να καθί- σουν. Όταν προσγειώνονταν κάπου κοντά γλάροι, η Αλιό- να τους έδιωχνε με μια κίνηση του χεριού της. Όλο το καλοκαίρι είχε δροσιά, ψιλόβρεχε, αλλά τούτο το αυγου- στιάτικο απομεσήμερο ήταν αρκετά ζεστό για να φορούν κοντομάνικα. Η Σοφία έκανε ένα βήμα προς τα μέσα και η φτέρνα της βούλιαξε. Η Αλιόνα ανακάθισε. «Σοφ, είπα όχι!» Η αδελφή της πισωπάτησε. Ένας γλά- ρος πέταξε από πάνω τους. «Γιατί κάνεις σαν κακομαθη- μένο;» «Δεν κάνω». «Κάνεις. Πάντα έτσι κάνεις». «Όχι» είπε η Σοφία, γυρίζοντας προς το μέρος της. Τα λοξά προς τα πάνω μάτια της, τα λεπτά της χείλη,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=