Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 31 Το κορίτσι έγειρε πίσω. Η αναπνοή της ήταν γρήγορη. Θ’ αναγκαζόταν να σηκώσει το χέρι του κάποια στιγμή. Ποτέ στη ζωή της, ποτέ, δεν είχε θελήσει τίποτε άλλο η Αλιόνα όσο ήθελε το τηλέφωνό της. Τη μαύρη ράχη του, τη λιγδιασμένη πρόσοψή του, το φιλντισένιο πουλάκι-γού- ρι που κρεμόταν από την πάνω γωνία του. Ποτέ της δεν είχε μισήσει άλλον όσο αυτόν. Το μίσος τής ανακάτευε το στομάχι. Ξεροκατάπιε. «Έχω έναν κανόνα» είπε ο άντρας. Βρίσκονταν ήδη στο δέκατο χιλιόμετρο, περνούσαν τη στάση του λεωφορείου που όριζε το βόρειο σύνορο του Πετροπάβλοφσκ. «Δεν έχει τηλέφωνα όσο οδηγώ. Αλλά όταν φτάσουμε εκεί, αν μπορέσετε να κάτσετε και οι δύο φρόνιμα μέχρι τότε, θα σας το ξαναδώσω και θα σας πάω σπίτι, κι απόψε το βράδυ θα τρώτε βραδινό με τη μητέρα σας. Καταλάβατε;» Της έσφιξε τα δάχτυλα. «Ναι» είπε η Αλιόνα. «Τότε, είμαστε σύμφωνοι». Την άφησε. ΗΑλιόνα έβαλε τα χέρια της, το ένα πονεμένο, κάτω από τους μηρούς της και ίσιωσε την πλάτη. Πήρε ανάσα μ’ ανοι- χτό το στόμα για να στεγνώσει η γλώσσα της. Το δέκατο χι- λιόμετρο. Πριν απ’ αυτό, λεωφορεία σταματούσαν στο όγδοο για τη βιβλιοθήκη, στο έκτο για τον κινηματογράφο, στο τέταρτο για την εκκλησία, στο δεύτερο για το πανεπιστήμιο. Πέρα από το δέκατο χιλιόμετρο υπήρχαν ελάχιστοι οικισμοί, σκόρπια χωριά, τουριστικές βάσεις κι ύστερα τίποτα. Που- θενά. Η μητέρα τους έκανε κανονικό ταξίδι για να πάει στη δουλειά, κι έτσι τους έλεγε τι υπήρχε έξω απ’ την πόλη:

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=