Γη που χάνεται

J U L I A P H I L L I P S 30 σήκωσε το χέρι από τον λεβιέ των ταχυτήτων και το άρπα- ξε. «Έι!» έκανε η Αλιόνα. «Έι!» Ο άγνωστος μετέφερε το τηλέφωνο στο άλλο του χέρι. Το έριξε στη θήκη της πόρτας του. Ο κρότος που έκανε το τηλέφωνο χτυπώντας στην πλαστική βάση της πόρτας. «Δώστε το πίσω» είπε η Αλιόνα. «Μπορείς να τηλεφωνήσεις όταν φτάσουμε εκεί». Με τα δάχτυλα άδεια, ήταν έξαλλη. «Σας παρακαλώ, δώστε το». «Όταν φτάσουμε εκεί». Η ζώνη ασφαλείας τη στένευε αφόρητα. Την ένιωθε σαν να ήταν τυλιγμένη γύρω απ’ τα πνευμόνια της. Δεν μπο- ρούσε να πάρει αρκετό αέρα. Έμεινε σιωπηλή. Συγκεντρω- μένη. Κι ύστερα όρμησε προς το μέρος του, προσπαθώντας να φτάσει την πόρτα. Η ζώνη την τίναξε πίσω. «Αλιόνα!» είπε η Σοφία. Έκανε να λύσει τη ζώνη της, αλλά ο άντρας και πάλι κινήθηκε γρήγορα, πιέζοντας το χέρι του πάνω στο δικό της και σπρώχνοντας το κούμπωμα ξανά στην υποδοχή του. «Σταμάτα». Η Αλιόνα είπε: «Δώσ’ το πίσω!». «Κάνε υπομονή, και θα σ’ το δώσω. Το υπόσχομαι». Κάτω από την παλάμη του οι κόμποι των δαχτύλων της είχαν λυγίσει τόσο, που κινδύνευαν να σπάσουν. Αν κρο- τάλιζαν μες στη λαβή του, η Αλιόνα πίστευε ότι θα έκανε εμετό. Το στόμα της είχε ήδη γεμίσει σάλια. Η Σοφία έσκυψε μπροστά και ο άντρας είπε: «Κάτσε κάτω».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=