Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 29 δρόμο. Το αυτοκίνητό του ήταν πιο ψηλό από το σεντάν της μητέρας τους. Μπορούσε να δει τις σχάρες στις οροφές των αυτοκινήτων και τα ροδαλά μπράτσα των οδηγών. Οι άνθρωποι είχαν καεί από τον ήλιο ύστερα από αυτή τη μία μέρα καλοκαιρίας. «Μπορώ να κατεβάσω το παράθυρο;» ρώτησε. «Προτιμώ τον κλιματισμό. Συνεχίζω ευθεία σ’ αυτή τη διασταύρωση;» «Ναι, σας παρακαλώ». Τα δέντρα κατά μήκος των πε- ζοδρομίων ήταν χοντρά και καταπράσινα από το βροχερό καλοκαίρι. Προσπέρασαν κουρελιασμένες διαφημιστικές πινακίδες στ’ αριστερά τους και πολυκατοικίες φτιαγμένες με προκατασκευασμένα πάνελ από μπετόν στα δεξιά τους. «Εδώ» είπε η Αλιόνα. «Εδώ. Αχ!» Έστριψε πάνω στο κάθι- σμά της. «Περάσατε τη στροφή». «Περάσατε τη στροφή» επανέλαβε η Σοφία από πίσω. «Θέλω να σας πάω πρώτα στο σπίτι μου» είπε ο άντρας. «Χρειάζομαι λίγη βοήθεια ακόμα». Ο δρόμος τούς τραβούσε μπροστά. Έφτασαν στον κυ- κλικό κόμβο, κι ο άντρας συνέχισε και βγήκε από την άλλη πλευρά. «Εννοείτε, με τον αστράγαλό σας;» ρώτησε η Αλιόνα. «Ακριβώς». Το κορίτσι θυμήθηκε ότι δεν ήξερε πώς τον έλεγαν. Γύρισε κι έριξε μια ματιά στη Σοφία, που κοιτούσε πίσω τον δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει. «Απλώς θα ειδοποιήσω τη μητέρα μας» είπε η Αλιόνα, βγάζοντας το τηλέφωνό της από την τσέπη της. Ο άντρας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=