Γη που χάνεται

J U L I A P H I L L I P S 26 «Πραγματικά με βοηθήσατε, κορίτσια». «Μπορείτε να οδηγήσετε;» ρώτησε η Αλιόνα. «Ναι» είπε εκείνος. «Εσείς πού πηγαίνετε τώρα;» «Σπίτι». «Πού είναι το σπίτι;» «Στο Γκεριζόντ». «Θα σας πάω εγώ. Μπείτε μέσα». Η Σοφία άφησε την πόρτα. Η Αλιόνα κοίταξε τη στάση στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Με το λεωφορείο θα έκαναν πάνω από μισή ώρα, ενώ με το αυτοκίνητο θα ήταν στο σπίτι σε δέκα λεπτά. Ο άντρας είχε βάλει μπροστά τη μηχανή. Περίμενε την απάντησή τους. Η Σοφία ήδη έριχνε κλεφτές ματιές στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Η Αλιόνα, ως η μεγαλύ- τερη από τις δύο αδελφές, δεν βιάστηκε: Άφησε να περά- σουν μερικά δευτερόλεπτα ζυγιάζοντας την ιδέα του αστι- κού λεωφορείου (τα συχνά σταματήματα και ξεκινήματά του, το αγκομαχητό του, τη μυρωδιά του ιδρώτα των άλλων ανθρώπων) κόντρα σε τούτη την πρόταση. Η ηπιότητα του άντρα, ο χτυπημένος του αστράγαλος, το αγορίστικο πρό- σωπό του… Τι εύκολο που θα ήταν αν πήγαιναν με το αυ- τοκίνητο. Θα έφταναν στο σπίτι αρκετά γρήγορα για ένα κολατσιό πριν από το βραδινό γεύμα. Όπως το να ταΐζουν τα ζώα στον ζωολογικό κήπο ή να λένε τρομακτικές ιστο- ρίες, θα ήταν κι αυτό άλλη μια συναρπαστική στιγμή της ημέρας τους, μια αταξία των καλοκαιρινών διακοπών που θα έπρεπε να μείνει ανάμεσα στην ίδια και στη Σοφία. «Ευχαριστούμε» είπε τελικά η Αλιόνα. Έκανε τον γύρο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=