Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 25 ντας πίσω από τους πάγκους με το πρόχειρο φαγητό, με τις γεννήτριες να ξερνάνε καυσαέρια γύρω από τα γόνατά του. Οι δύο αδελφές τον ακολούθησαν. Ένα μεγαλύτερο αγόρι με κασκέτο πέρασε δίπλα από τους πάγκους με το σκέιτ του και η Αλιόνα κάρφωσε το βλέμμα μπροστά της γεμάτη ντροπή – να έχει φορτωθεί έτσι τη μικρή της αδελ- φή, να σέρνεται πίσω από έναν αδύναμο άγνωστο! Ήθελε να τελειώνει, να γυρίσει στο σπίτι. Παίρνοντας τη Σοφία από το χέρι, πρόφτασε τον άντρα. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε εκείνος. «Αλιόνα». «Αλιόνκα, μπορείς να πάρεις τα κλειδιά μου» –τα έβγα- λε από την τσέπη του παντελονιού του μ’ ένα τίναγμα– «και να ξεκλειδώσεις την πόρτα του αυτοκινήτου;». «Μπορώ να το κάνω εγώ» είπε η Σοφία. Είχαν φτάσει ήδη στο πάρκινγκ, που είχε σχήμα μισοφέγγαρου και βρι- σκόταν από την άλλη πλευρά του λόφου. Ο άντρας έδωσε τον κρίκο με τα κλειδιά στο μικρότερο κορίτσι. «Είναι εκείνο το μαύρο. Το Toyota Surf». Η Σοφία προχώρησε χοροπηδώντας και άνοιξε την πόρ- τα του οδηγού. Ο άντρας μπήκε μέσα, ξεφυσώντας καθώς καθόταν. Εκείνη συνέχισε να κρατάει το χερούλι της πόρ- τας. Η αψεγάδιαστη μπογιά της πλαϊνής επιφάνειας αντι- καθρέφτιζε το σώμα της, ντυμένο με μοβ μακό μπλουζάκι και βαμβακερό σπορ παντελόνι με γυρισμένα μπατζάκια. «Πώς το νιώθετε;» ρώτησε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=