Γη που χάνεται

J U L I A P H I L L I P S 24 «Είμαι εντάξει. Είναι εδώ κοντά το αυτοκίνητό μου». Ο άντρας άπλωσε το ένα χέρι κι εκείνη το έπιασε σφιχτά και τον τράβηξε. Το βάρος της δεν έκανε και μεγάλη δια- φορά, αλλά ήταν αρκετό για να μπορέσει εκείνος να στα- θεί όρθιος. «Μπορώ να φτάσω ως εκεί». «Είστε σίγουρος;» Ο άντρας παρέπαιε λίγο. Πατούσε διστακτικά από τον πόνο. «Αν μόνο μπορούσατε, κορίτσια, να μείνετε μαζί μου για σιγουριά, μην τυχόν και πέσω». «Λοιπόν, εσύ προχώρα μπροστά, Σοφ» είπε η Αλιόνα. Η αδελφή της ξεκίνησε πρώτη κι ακολουθούσε ο άντρας, προσεκτικά. Η Αλιόνα βάδιζε πίσω τους έχοντας τον νου της. Οι ώμοι του ήταν κυρτοί. Πάνω από τον σιγανό πα- φλασμό των κυμάτων άκουγε την ανάσα του να βγαίνει με αργόσυρτη προσπάθεια. Το μονοπάτι άνοιγε καθώς πλησίαζαν προς το κέντρο: η καλυμμένη με πέτρες παραλία, οικογένειες στα παγκά- κια, γκριζοπούλια που φτεροκοπούσαν πάνω από τα καυ- τά χοτ ντογκ και γερανοί φορτοεκφόρτωσης που τέντωναν τους μακριούς γυμνούς λαιμούς τους. Η Σοφία είχε στα- ματήσει και τους περίμενε. Είχαν αφήσει τον όγκο του λόφου πίσω τους. «Είστε εντάξει;» ρώτησε η Αλιόνα τον άντρα. Εκείνος έδειξε στα δεξιά τους. «Σχεδόν φτάσαμε». «Στο πάρκινγκ;» Νεύοντας καταφατικά, ο άντρας συνέχισε κουτσαίνο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=