Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 23 λα, φρύδια ξασπρισμένα από τον ήλιο, ξανθά μαλλιά που έστεκαν όρθια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του σαν αγκά- θια σκαντζόχοιρου. Ανασήκωσε το πιγούνι προς το μέρος της. «Γεια». «Χαίρετε» είπε η Αλιόνα, πλησιάζοντας. «Γεια». «Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;» ρώτησε εκείνος. «Έχω χτυπήσει τον αστράγαλό μου». Εκείνη κοίταξε τα μπατζάκια του παντελονιού του μι- σοκλείνοντας τα μάτια λες και μπορούσε να δει μέσα από το ύφασμα ως το κόκαλο. Πράσινο στα γόνατα, το παντε- λόνι είχε λεκέδες από το έδαφος. Παράξενο να βλέπει ολό- κληρο άντρα να κάθεται σαστισμένος σαν παιδί που έπεσε και χτύπησε στο προαύλιο του σχολείου. Η Σοφία έφτασε κοντά τους και το χέρι της πήγε και στάθηκε στη βάση της σπονδυλικής στήλης της Αλιόνα. Εκείνη το έδιωξε μ’ ένα τίναγμα. «Μπορείτε να περπατήσετε;» ρώτησε. «Ναι. Ίσως». Ο άντρας στύλωσε τα μάτια στα αθλητικά του. «Το στραμπουλήξατε;» «Μάλλον. Αυτές οι αναθεματισμένες πέτρες». Η Σοφία έβγαλε έναν ήχο ευχαρίστησης στο άκουσμα της βλαστήμιας. «Μπορούμε να πάμε να φωνάξουμε κάποιον» πρότεινε η Αλιόνα. Απείχαν μόνο ένα δυο λεπτά από το κέντρο της πόλης, σχεδόν μπορούσε να μυρίσει το μαγειρικό λάδι των πωλητών πρόχειρου φαγητού.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=