Γη που χάνεται

Γ Η Π Ο Υ Χ Α Ν Ε Τ Α Ι 21 φταν από το τείχος πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Κι ύστερα ένα κύμα θα παρέσερνε τα σώματά τους μακριά. Η Αλιόνα σηκώθηκε. «Εντάξει, πάμε» είπε. Η Σοφία φόρεσε πάλι τα πέδιλά της. Το παντελόνι της εξακολουθούσε να είναι μαζεμένο ως τα γόνατά της. Μα- ζί σκαρφάλωσαν πάνω από τους μεγαλύτερους βράχους, τραβώντας πάλι για το κέντρο της πόλης. Η Αλιόνα έδιωχνε τα κουνούπια από μπροστά τους χαστουκίζοντας τον αέρα. Αν και είχαν φάει μεσημεριανό στο σπίτι προτού έρθουν εδώ, είχε αρχίσει να ξαναπεινάει. «Μεγαλώνεις» είχε πει η μητέρα τους, μ’ ένα μείγμα επιφυλακτικότητας και έκ- πληξης, όταν η Αλιόνα πήρε δεύτερη μερίδα ψαροκροκέτες στο βραδινό νωρίτερα μες στη βδομάδα. Δεν ψήλωνε όμως. Παρέμενε ένα από τα πιο κοντά κορίτσια στην τάξη της, κολλημένη σ’ ένα παιδικό σώμα, ένα μικρό δοχείο γύρω από μια απεριόριστη όρεξη. Ανάμεσα στα κρωξίματα των γλάρων έφταναν στ’ αυτιά τους ήχοι από ανθρώπινες φωνές και περιστασιακά κορνα- ρίσματα. Βρεγμένα χαλίκια κατρακυλούσαν κάτω από τα πόδια των δύο αδελφών. Πηδώντας πάνω σε έναν βράχο ψηλό ίσαμε το γόνατό της, η Αλιόνα είδε το μονοπάτι μπρο- στά τους να στρίβει. Σύντομα το πέτρινο τείχος στο πλάι τους θα χαμήλωνε. Θα έβγαιναν σε μια βραχώδη ακτή γεμάτη υπαίθριους πωλητές φαγητού στη μια άκρη, αποκλεισμένη από ένα νεώριο στην άλλη και κατάμεστη από τα καλοκαιρι- νά πλήθη. Μόλις οι δυο τους έφταναν εκεί, θα μπορούσαν να στραφούν μακριά από τον κόλπο και να αντικρίσουν το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=